Σαν
εισβολείς ανοίξαμε τη σελίδα του ημερολογίου του. Το ημερολόγιο έδειχνε Δεκέμβρη. Περιέγραφε τα μουντά και τα περίεργα που
συνέβησαν στη ζωή του. Καθίσαμε όλοι τριγύρω στο σαλόνι, άλλος άναψε τσιγάρο,
άλλος έβαλε ένα ουισκάκι. Απόψε θα ήταν
μια λογοτεχνική βραδιά, διαβάζοντας για τη ζωή ενός ανώνυμου άντρα, όπως την
είχε καταγράψει ο ίδιος.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο
οδηγός του τραίνου ήταν σαν όλους τους άλλους κατοίκους αυτής της συνηθισμένης
πόλης. Είχε στήσει τη ζωή του όπως
ακριβώς του είχαν πει πως έπρεπε να τη στήσει.
Από μικρός φρόντισε να είναι «καλό παιδί», να τρώει όλο το φαγητό του,
να διαβάζει τα μαθήματά του, να τελειώσει τις σπουδές του. Μέχρι που έγινε οδηγός σε τραίνο.
Όταν
πρωτο-οδήγησε τα βαγόνια του ένιωσε πως η δύναμη του τραίνου δεν ήταν στα δικά
του χέρια. Τα βαγόνια έμοιαζαν να έχουν δική
τους ζωή και άποψη. Τον πήγαιναν όπου
ήθελαν αυτά με ρυθμούς «ταχείας». Έδωσε
και όνομα στο τραίνο: «Le Train Des Rêves». Δύο τρία βαγόνια και μια μηχανή. Πήγαινε-ερχόταν για αρκετά χρόνια χωρίς
επιβάτες, ψάχνοντας για σταθμούς. Ο ένας
σταθμός, όμως, ήταν πιο βαρετός από τον άλλο.
Ανέβηκε στη βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη. Θαύμασε το πράσινο της βόρειας Ελλάδας. Τριγύρισε
αρκετά στη Θεσσαλία και θαύμασε τους κάμπους.
Κινήθηκε στη δυτική Ελλάδα και έφτασε μέχρι τις όχθες της λίμνης των
Ιωαννίνων. Δυστυχώς δεν μπορούσε να
φτάσει σε νησιά. Ναι, η ιστορία της ζωής
του μπορεί να ήταν σουρεαλιστική, αλλά η φαντασία δεν αρκεί για να διασχίσει με
το τραίνο το Αιγαίο.
Ήταν αποφασισμένο
από τη μοίρα. Κάποια μέρα θα έφτανε
κάπου. Σε έναν σταθμό πολύβουο. Στις αποβάθρες του σταθμού θα περίμενε πολύς
κόσμος που θα τον επευφημούσαν μόλις έφτανε.
Ίσως να κουνούσαν και σημαιάκια. Με
αυτόν τον τρόπο θα του υποδήλωναν ότι έφτασε στον προορισμό του.
Κάπως
έτσι αναγνώρισε σε ποιο σταθμό έπρεπε να κάνει στάση. Είχε «κάτι» αυτός ο σταθμός που του τράβηξε
την προσοχή, χωρίς να είναι τόσο εντυπωσιακός.
Ίσως έφταιγαν οι πικροδάφνες που τον στόλιζαν και του έκρυβαν τα πολλά ψεγάδια.
Μόλις
σταμάτησε το τραίνο του στην αποβάθρα και κατέβηκε, κάτι μαγικό πρέπει να έγινε. Ή μήπως ήταν οφθαλμαπάτη; Οι ράγες σταματούσαν μπροστά από αυτόν το
σταθμό. Χάνονταν με περίεργο τρόπο μέσα
στη γη. Έσβηναν μπροστά σε έναν σταθμό,
όμοιο με χιλιάδες άλλους σταθμούς σε αυτή τη χώρα. Σε αυτό το σταθμό δεν υπήρχαν εφεδρικές ράγες,
ούτε ράγες για ελιγμούς. Κατάλαβε πως το ταξίδι του έπρεπε να σταματήσει
εδώ. Άλλωστε ακόμα κι αν ήθελε να φύγει,
ήταν μπλοκαρισμένος ανάμεσα σε ράγες που χάνονταν στη γη και σε πυκνές
πικροδάφνες. Ο σταθμός φάνηκε να είναι το
τέρμα. Όλα οκέι λοιπόν.
Έμεινε
χρόνια εκεί. Χωρίς αγωνία για το γεγονός
ότι δεν μπορούσε να φύγει. Δεν ήταν
άσχημα. Δεν ήταν όμορφα. Ήταν χλιαρά, όπως η ζωή των περισσότερων
ανθρώπων. Για χρόνια δεν σκέφτηκε να
δραπετεύσει. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε
τα λεπτά και τις ώρες που κατάτρωγαν τα χρόνια της ζωής.
Ξαφνικά
ήρθε η στιγμή που ένιωσε να πνίγεται. Η
ειρήνη και η ησυχία του σταθμού ήταν επιφανειακή. Όλα αυτά τα χρόνια, ο σταθμός ήταν ένα καζάνι
που έβραζε. Η φωνή μέσα του του
είπε: «Φύγε». Ανέβηκε στο σκονισμένο τραίνο του και είδε
έναν κρυμμένο κόκκινο μοχλό με το γράμμα R ανάγλυφο. Πάλι η μαγεία νικούσε την
πραγματικότητα. Πώς δεν τον είχε δει
τόσα χρόνια; Μόλις τον τράβηξε, τα βαγόνια κύλησαν στις ράγες προς τα
πίσω. Μαζί με τα βαγόνια, του φάνηκε ότι
και ο χρόνος γυρνούσε πίσω. Σαν να γινόταν
όλο και πιο νέος. Στο τζάμι είδε το
πρόσωπό του να χάνει τις πολλές ρυτίδες και τα μαλλιά του τις γκρίζες τρίχες.
Όσο
κινούνταν το τραίνο προς τα πίσω, τόσο γυρνούσε κι εκείνος πίσω στο χρόνο. Το αργό του τραίνο μετατράπηκε σε ένα
τεχνολογικό θαύμα, ένα γρήγορο τραίνο που μπορούσε να αναπτύξει υψηλότατες
ταχύτητες.
Οι
ράγες τον οδήγησαν σε σταθμούς που είχε προσπεράσει πολλά χρόνια πριν. Σταθμοί μοναχικοί και σταθμοί
πολυσύχναστοι. Σταθμοί περιποιημένοι και
σταθμοί εγκαταλελειμένοι.
Του
φάνηκε πως ο χρόνος τον είχε ταξιδέψει αρκετά πίσω, όταν είδε έναν μικρό σταθμό
αλλιώτικο από τους άλλους. Ήταν πέτρινος
με καφέ παράθυρα. Στο πλάι μια
κληματαριά έφτιαχνε πυκνή σκιά για τους επιβάτες. Μικρές γλάστρες με βασιλικούς και δυόσμους και
μεγάλες με γεράνια στόλιζαν την είσοδό του.
Πώς δεν τον είχε ξαναδεί; Πόσες
φορές άραγε είχε περάσει από μπροστά του;
Την ώρα που πατούσε το φρένο, βγήκε ο ασπρομάλλης σταθμάρχης να τον
υποδεχτεί. Το γνέψιμο με το χέρι του
ήταν φιλικό και φιλόξενο. Αυτός ο σταθμός γινόταν μια μεγάλη αγκαλιά για να τον
υποδεχτεί. Οι ράγες για άλλη μια φορά
χάθηκαν στη γη.
Ο
σταθμός φάνηκε να είναι το τέρμα. Όλα
οκέι λοιπόν.
Διήγημα γραμμένο τον Μάιο 2021
Άννα Νάταρ Αννα Ναταρ Anna Natar