ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

ΜΙΚΡΗ ΕΠΑΡΧΙΑ, ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΠΙΔΑ



Η ζωή στη μικρή επαρχιακή πόλη κυλά σε αργούς ρυθμούς όπως πάντα, αν και η οικονομική κρίση, έφτασε κι εδώ. Κι ας είναι κρυμμένη πίσω από τα μικρά αλλά σημαντικά που ακόμα δεν χάθηκαν.
Εδώ οι βάρκες είναι γαλήνια αραγμένες στο λιμανάκι χωρίς να φοβούνται τον κακό καιρό.  Οι γλάροι κάνουν βόλτες στον ουρανό που διστάζει να παραμείνει γαλανός.  Η τράτα έρχεται από το βάθος του ορίζοντα με καλή ψαριά.  Οι μυρωδιές από το φούρνο γαργαλούν τη μύτη μας.  Οι ντόπιοι είναι αραγμένοι στα καφενεία μπροστά τους αχνιστούς καφέδες.  Οι γειτόνισσες χαιρετούν η μια την άλλη την ώρα που κρεμούν τη μπουγάδα.  Τα παιδιά γυρίζουν από το σχολείο με τις σάκες στους ώμους. Η μυρωδιά από το τζάκι προκαλεί γαλήνη κι όχι περιβαλλοντολογικό συναγερμό.  Τα μποστάνια πρασινίζουν με τη φροντίδα του γνώστη.  Τα αγροτικά αυτοκίνητα δεν σταματούν το πηγαινέλα τους ούτε τις Κυριακές.  Ο κόσμος κάνει όνειρα για το επόμενο καλοκαίρι.
Εδώ, στις δύσκολες στιγμές θα βρεθεί ο γνωστός να ακούσει το βουβό σου κλάμα.   Κάποιος θα σου κρατήσει το χέρι χωρίς να σου στέλνει e-mail και “like”. Στο σπίτι σου θα μαζευτούν οι αγαπημένοι σου.  Την ίδια ώρα οι γάτες στην πόρτα του σπιτιού θα παρακολουθούν απορημένες.
Εδώ έχεις τις ευκαιρίες να νιώθεις άνθρωπος και όχι ρομπότ.  Κρατάς μέσα σου την ελπίδα για το αύριο και συνεχίζεις τη ζωή σου με τα μικρά που σε κάνουν σημαντικό και χρήσιμο.  Μικρή επαρχία, μεγάλη ελπίδα.


Αφορμή για το πιο πάνω κείμενο ήταν μια εκδρομή, μια τρελοπαρέα (ξέρετε εσείς) και μια κηδεία

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ


Φώναζε μέσα από τα ποιήματά της.  Οι στίχοι της ήταν γεμάτοι πόνο και απαισιοδοξία.  Έγραφε:

Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω κάτω. Πάνω κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.

(Το
ROL που δε ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.)

Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα μοναξιά απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο

Χαρακτήρας ατίθασος, αυθεντικά αναρχικός.  Μάτια σκούρα και θλιμμένα, ακόμα κι όταν είχε εύθυμους ρόλους στις πιο ανέμελες ελληνικές ταινίες.  Ο προσωπικός πόλεμός της δινόταν στα στενά των Εξαρχείων ανάμεσα στις σκοτεινές φιγούρες που μπορούσαν να την καταλάβουν, μακριά από τους βολεμένους
1993 σαν σήμερα.  Στα 53 της είχε το κουράγιο να κόψει το νήμα της ζωής της με ένα θανατηφόρο κοκτέιλ  χαπιών και αλκοόλ.
Υ.Γ.:  Έγραψα για την Κατερίνα Γώγου γιατί πάντα με μπέρδευαν οι δύο παράλληλες αντιφατικές πορείες της

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ


Το βάρβαρο ξερίζωμα ενός κισσού άλλαξε τη ζωή σ’ αυτόν τον κήπο.  Λες και ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια άλλη, παράλληλη ζωή.  Κάνεις μια μικρή αλλαγή και δεν ξέρεις ποτέ ποιες θα είναι οι επιπτώσεις.  Ανοίγεις ένα παράθυρο και δεν ξέρεις τι μπορεί να δεις.  Πριν μια εβδομάδα ο κ. Χ. αποφάσισε να κλαδέψει σύρριζα τον κισσό της μάντρας στον ακάλυπτο, αυτή που χωρίζει τις δύο πολυκατοικίες, στο σπίτι της Ι.  Δεν ξέρω γιατί.  Φοβόταν ίσως ότι θα γινόταν κρυψώνας για ποντίκια και κατσαρίδες?  Ίσως φοβήθηκε τη διάβρωση της μάντρας και του τοίχου?  Κι έτσι η παλιά πλίθινη μάντρα έμεινε γυμνή στον ακάλυπτο.  Η μανόλια, οι μανταρινιές και οι λεμονιές στον διπλανό κήπο τώρα μόνες τους πρασινίζουν από το παράθυρο της κουζίνας.

Έφυγε ο κισσός και ήρθαν οι γάτες.  Άνοιξαν οι διάδρομοι για ξάπλες στον ήλιο.  Νωχέλεια.  Μισόκλειστα μάτια.  Ανεμελιά.  Μετά αργές κινήσεις. Αθόρυβα.  Μπαλέτο και ισορροπία συγχρόνως πάνω στη μάντρα.  Παρακολουθούμε την άνεση των δύο ζογκλέρ. Άνοιξαν τα περάσματα για τον κόσμο του έρωτα.  Εντυπωσιασμός του αντίθετου φύλου.

Ο γιος ξεθάρρεψε και τώρα προκαλεί τον πατέρα.  Ίδια χρώματα, ίδιες  πορτοκαλιές ραβδώσεις.  Ίδια φουντωτή ουρά.  Ίδιο κορμί.  Ίδιες «υποσχέσεις» για τα θηλυκά ανάμεσα στα δύο πίσω πόδια.  Κάποιες φορές αλωνίζουν μαζί πάνω στη μάντρα.  Μπροστά ο μεγάλος, πίσω ο μικρός.  Παρακολουθούν την ίδια γκρίζα θηλυκιά.  Δεν τους δίνει σημασία.  Ούτε στον έναν ούτε στον άλλο.  Εκείνη καταφεύγει στο διπλανό κήπο και σκαρφαλώνει σε ένα ισόγειο μπαλκόνι για να ξεκουραστεί στις μαξιλάρες.  Πατέρας και γιος τη μια στήνουν καυγά, την άλλη μονιάζουν.  Ο μικρός, πιο καβγατζής σαν να κατηγορεί τον πατέρα που έχασαν το θηλυκό.  Το ερωτικό παιγνίδι των εραστών συνεχίζεται.  Ίσως η έξαρσή του να γίνει όταν θα είμαστε απόντες.   Στο φως του φεγγαριού ή μια σκοτεινή, συννεφιασμένη νύχτα.  Ίσως τότε να ακούσουμε το ερωτικό παράπονό τους.  Ο κήπος πάντα θα ζει τον έρωτα και τη ζωή με φως ή σκοτάδι.

Σε λίγο θα ζήσουμε το μεγάλωμα της επόμενης γενιάς.  Πορτοκαλιά? Γκρίζα?  Με τη σειρά τους θα αλωνίζουν πάνω στη μάντρα κι αργότερα στην εφηβεία θα αγαπήσουν μια καινούρια θηλυκιά και θα ξαπλώνουν στη μάντρα με φόντο το πράσινο της μανόλιας.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΣΥΓΓΡΟΥ


Παρακολουθώ τα παιδιά να παίζουν στην αλάνα.  Είναι η κατάλληλη εποχή. Χειμώνας. Τα καλοκαίρια εγκαταλείπουν τις αλάνες γιατί προτιμούν να κάνουν διακοπές. Τότε η πόλη ερημώνει. Το ίδιο κάνουν και τις μέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα που πάνε με τους γονείς στο χωριό.  Αγόρια, ατίθασα, που ονειρεύονται να ήταν cowboys ή αστυνομικοί ή κλέφτες ή τρομοκράτες ή ίσως αστροναύτες σε άλλο γαλαξία ή λίγο απ’ όλα, μέσα στα απατηλά όνειρά τους.  Ανάμεσά τους πάντα ξεπέφτει και κάποιο κορίτσι, αγοροκόριτσο, που θέλει να πάει κόντρα στους γονείς και κόντρα σε αυτό που απαιτεί η κοινωνία από μια γυναίκα.
Τον τελευταίο καιρό, έχουν ξεχυθεί τα βράδια στους δρόμους της πόλης.  Φωνάζουν «μπαμ, μπαμ» και κυνηγά ο ένας τον άλλο με τα νεροπίστολα.  Οι άλλοι κάνουν «βρουμ βρουμ» και παριστάνουν ότι έχουν καβαλήσει μηχανή ή - γιατί όχι – ένα μαύρο άτι.  Τη μια στοχεύουν αόρατους στόχους.  Την άλλη σημαδεύουν τα τζάμια του αντιπαθητικού γείτονα.  Βάζουν τρακατρούκες  στην είσοδο της γλωσσούς κυρίας για να γελάσουν με τις κραυγούλες της.  Κλέβουν μπουκάλια αναψυκτικών και μπύρας από τον μπακάλη. Γράφουν βρισιές στον τοίχο του σχολείου. Η φαντασία οργιάζει και η αδρεναλίνη φτάνει στο ζενίθ.  Βλέπουν τον εχθρό να έρχεται κατά πάνω τους και να διαλύει την κρυψώνα τους.  Το σενάριό τους τότε λέει ότι πρέπει να επιτεθούν με ισχυρότερα όπλα.  Θυμώνουν με την κοινωνία που τους πάει κόντρα.  Ο αρχηγός, αμούστακος ακόμα ο χρυσός μου, εξηγεί στους υπόλοιπους το σχέδιο.  Τα ζωντόβολα τον παρακολουθούν την ώρα που περιγράφει που θα βρουν ισχυρότερα όπλα, όπως πέτρες.  Μη φανταστείτε φοβερό οπλισμό.  Οι πέτρες και οι τρακατρούκες γίνονται βαρύς οπλισμός στην ονειροφαντασιά τους.
Μετά το παιγνίδι, μαζεύονται στο στέκι τους κι ανάβουν στα κλεφτά ένα τσιγαράκι κουβεντιάζοντας συνωμοτικά για τα επιτεύγματά τους.  Ο μικρότερος μόνο ρωτά δειλά:  «Δεν έπρεπε να προσφέρουμε κάτι και στην κοινωνία σήμερα?  Έπρεπε να σώσουμε τους φτωχούς από την πείνα ή να σώσουμε το όμορφο κορίτσι από τον απαγωγέα» Οι υπόλοιποι τον κοιτούν με απορία γιατί δεν το είχαν σκεφτεί.  Δειλιάζουν, όμως, να το παραδεχτούν και τον πιάνουν στην καζούρα.  Κλείνουν ραντεβού για την άλλη μέρα.  Η παρέα διαλύεται μέσα στα σκοτάδια αφού δώσουν όρκο σιωπής.

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(από καινούριο ανταποκριτή συνεργάτη της σελίδας μας)

«Μπιπ, μπιπ, μπιπ».  Βήματα πίσω. Οπα, πεζοδρόμιο.  Πολλά πόδια που με περικυκλώνουν.  Τα πόδια τώρα φεύγουν μπροστά.  Ας ακολουθήσω κι εγώ.  Αυτή τη φορά, δεν ακούγονται τα «μπιπ, μπιπ, μπιπ».  Τώρα ήταν η σωστή στιγμή να περάσουμε απέναντι.  Μήπως έχει να κάνει με το χρώμα που έχουν τα ανθρωπάκια?  Πρέπει να το προσέξω την επόμενη φορά.  Στην απέναντι μεριά με περιμένουν οι φίλοι μου.  Αυτός ο κανελής φαίνεται πολύ μάγκας.  Γρήγορα, γρήγορα, επιταχύνουμε.  Οπ, λάθος στιγμή με ενόχλησε αυτό το τσιμπούρι.  Την ώρα που τρέχουμε όλοι, δίποδοι και τετράποδοι δεν πρέπει να σταματώ και να ξύνομαι.  Ας προλάβω τώρα τους υπόλοιπους.  Κάτι μοσχομυρίζει από απέναντι.  Μου άνοιξε η όρεξη ξαφνικά.  Η μυρωδιά βγαίνει από αυτό το γωνιακό κατάστημα.  Τα καρντάσια έχουν ξαπλώσει στη γωνία της πλατείας.  Θα τους καλέσω για μια βόλτα.  «Ουστ».  Παρακαλώ?  Γιατί κυρία μου μου φέρεστε έτσι?  Ε, φιλαράκια, σηκωθείτε.  Πάμε να ζητήσουμε λίγο φαγητό από’ κει που έρχονται οι μυρωδιές?  Τους βλέπω, βαριούνται.  Ο ένας μόνο άνοιξε το μάτι του, σήκωσε το αυτί του για να μου δείξει ότι με προσέχει αλλά ξαναγύρισε στο χουζούρι του.  Ας πάω λίγο πιο κάτω μήπως βρω κανέναν άλλο κολλητό.  Νάτος.  Αυτός είναι δίποδος φίλος μου.  Έχει ξαπλώσει κι αυτός όπως τα καρντάσια.  Τον συναντώ πιο πολύ τα βράδια, όταν ο πολύς κόσμος έχει εξαφανιστεί, η κόλαση των τροχών λιγοστεύει και γύρω μας μένει μόνο ο απόηχος της πρωινής βουής.  Τον βρίσκω πάντα σε αυτή τη γωνιά, το κούφωμα της τράπεζας.  Μαζί του δεν μπορώ να παίξω όπως με τα άλλα καρντάσια.  Όταν περπατά, μοιάζει να κουβαλά το βάρος της γης.  Είναι κουρασμένος και θλιμμένος.  Κυνηγά τη μοναξιά σαν να θέλει να ξύνει παλιές πληγές.  Για να τον ακολουθήσω, αλλάζω κι εγώ τον βηματισμό μου.  Για να του δώσω λίγη χαρά, πηδώ πάνω του και κουνώ την ουρά μου.  Τότε κοιτά μέσα στους μεγάλους κάδους και με κερνά κάποια λιχουδιά.  Πρέπει να κρυώνει πιο πολύ από μας, γιατί αυτός δεν έχει γούνα.  Χτες το βράδυ ξάπλωσα δίπλα του για να μπορέσω να τον ζεστάνω κι εκείνος μ’ αγκάλιασε και μου έδωσε κάτι να φάω.  Κάτι μου έλεγε όλο το βράδυ αλλά δεν τον καταλάβαινα.  Αυτά που λένε οι άνθρωποι για «οικογένεια», «κοινωνία», «επιχείρηση» και «χρέη» δεν τα καταλαβαίνω.  Μπορώ να καταλάβω όμως τα θολά του μάτια.  Μπορώ να νιώσω το χάδι του πάνω στη γούνα μου.  Πρέπει να μ’ αγαπά πάντως, γιατί κάθε τόσο χτες το βράδυ έπινε κάτι που μύριζε πολύ άσχημα ενώ σε μένα ευτυχώς έδινε μόνο νεράκι. Μπορώ να δω ότι είναι αλλιώτικος από τους άλλους δίποδους, γιατί μένει στην άδεια πόλη τα βράδια.  Αυτός μόνος με τα καρντάσια και άλλες σκοτεινές αμίλητες φιγούρες.  

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-Η ΑΝΟΙΚΟΚΥΡΕΥΤΗ

Οδηγώ πρωί-πρωί για τη δουλειά.  Η Αθήνα παγωμένη μετά το χιονάκι της προηγούμενης ημέρας.  Οι περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν πάρει τα αυτοκίνητά τους για να γλυτώσουν από το κρύο.  Στην κατάλληλη μέρα (?) οι εργαζόμενοι του μετρό έχουν καταλάβει τον πύργο ελέγχου του μετρό, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις, και γενικά αναστατώσεις στα δρομολόγια.  Οι εργαζόμενοι της Αθήνας τους ευγνωμονούν!
Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, στο ύψος του Χίλτον, αριστερή λωρίδα.  Το ΙΚΚ-58xx άσπρο Nissan Micra μπροστά μου «φτύνει» ξαφνικά χαρτάκια.  Μέσα στο μποτιλιάρισμα έχω το χρόνο να αναγνωρίσω τι είδους χαρτιά είναι αυτά:  ταινία ασφαλείας, σελοφάν και ασημόχαρτο από πακέτο τσιγάρα.  Κορνάρω απαλά.  Κοιτά από τον καθρέφτη, κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά.  Δεν κατάλαβε.  Το ντέρτι είναι τόσο μεγάλο, τόσο βαθύ που δεν επιτρέπει στον εγκέφαλο να λειτουργήσει.  Αργά-αργά πλησιάζω το άσπρο Nissan.  Κοντοστέκομαι και κοιτώ από περιέργεια.  Γυναίκα-οδηγός, γύρω στα τριάντα πέντε, αρκετά μελαχρινή.  Ικανοποίησα την περιέργειά μου και προχώρησα στο ρυθμό που μου επέβαλε η κυκλοφορία.  Δεν είχα αντοχή ούτε να θυμώσω.  Δεν είχα περιθώρια να χαλάσω τη μέρα μου από τόσο νωρίς.
Κυρία Ανοικοκύρευτη,
Είναι πρόβλημα όταν δεν έχεις μάθει από το σπίτι και δεν σου έχουν γίνει βίωμα κάποια πράγματα που ΔΕΝ πρέπει να κάνεις ή κάποια άλλα που ΠΡΕΠΕΙ να κάνεις.
Είναι πρόβλημα όταν η παιδεία σου δεν σου δίδαξε να λες «καλημέρα» και «ευχαριστώ».
Είναι πρόβλημα όταν η ανατροφή σου δεν σου έμαθε να σέβεσαι τους μεγαλύτερους.
Είναι πρόβλημα όταν στο σχολείο δεν σου έμαθαν να δουλεύεις σε ομάδα.
Είναι πρόβλημα όταν οι γονείς σου δεν σου έμαθαν ότι δεν πρέπει να λερώνεις την πόλη.
Είναι πρόβλημα ΓΙΑ ΣΕΝΑ που θα ζεις χωρίς «καλημέρες» και «ευχαριστώ», μόνη μέσα σε μια βρώμικη πόλη.
Είναι πρόβλημα ΓΙΑ ΣΕΝΑ που κάποια στιγμή κάποιος θα θυμώσει πολύ τελικά μαζί σου.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΤΟΥΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΥΣ (2)

Ας ανατρέξουμε σε ένα σχετικά πρόσφατο κείμενο της Άννας Νάταρ, που είχε κάνει ένα σύντομο ρεπορτάζ στην περιοχή των Αμπελοκήπων:

http://annas-thoughts.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html

Το ρεπορτάζ της Α. Νάταρ (Anna Natar) είχε διαβαστεί από αρκετές δεκάδες αναγνωστών, για το καινούριο φαρμακείο που άνοιξε (είχε ανοίξει, ο σωστότερος χρόνος) στην Κηφισίας, δίπλα ακριβώς σε ένα άλλο. Οι αναγνώστες, άνθρωποι μικρο και μεσο-αστοί, απορούσαν για την επιπολαιότητα του επιχειρηματία με τα σύντομα σχόλιά τους στο facebook.  Είχαν εκφράσει τις ανησυχίες τους για το μέλλον και των δύο επιχειρήσεων.

Μετά από λίγες μόνο εβδομάδες, επηρεασμένη από τη μελαγχολία των εορτών και της βροχής που έπεφτε ασταμάτητα, πάρκαρα το αυτοκίνητο, και αποθανάτισα άλλη μια θλιβερή πινελιά.   Κλειστό το καινούριο φαρμακείο.  Σβηστά τα φώτα, άδειοι οι χώροι.  Έχουν μείνει μόνο μερικές διαφημιστικές αφίσες στην τζαμαρία του.  Μαύρισε η ψυχή μου. Θλιβερή η φωτογραφία του κλειστού φαρμακείου.


Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι μόνοι μας χαράζουμε την πορεία μας (όπως μόνοι μας "γρουσουζεύουμε" την τύχη μας) τελικά.