Οδός Πειραιώς, έξω από το BIOS, μετά την παράσταση της Όλιας Λαζαρίδου με την παρέα των «ΚαθεΣαββατιανών». Παρασκευή βράδυ. Το ταξί με κατεβασμένη τη «σημαία», περίμενε κάποιον πελάτη από το διπλανό ξενοδοχείο, που μάλλον αργούσε να εμφανιστεί.
Ο αυτοκινητιστής μάλλον αποφάσισε ότι μπορούσε να εξυπηρετήσει άλλον πελάτη ενδιάμεσα. Ο κλήρος έπεσε σε μένα. ‘Έτσι ξεκίνησε η διαδρομή από Πειραιώς μέχρι το Κουκάκι, γεμάτη αδρεναλίνη. Μια διαδρομή με «γκάζια», χωρίς φρένο.
Κλείνει η πόρτα δεξιά μου. Οδηγίες για τον προορισμό. Σπινιάρισμα. Ιλιγγιώδης ταχύτητα μέχρι το φανάρι της Ιεράς Οδού. Επανεκκίνηση πριν ανάψει το πράσινο. Ξανά μεγάλη ταχύτητα. Φανάρι στο παλιό εργοστάσιο του Πουλόπουλου. Στροφή αριστερά προσπερνώντας όσους ήδη περίμεναν στο φανάρι. Στροφή δεξιά στην Τριών Ιεραρχών, απότομα, κανένα φρένο. Όποιον πάρει ο Χάρος. Κρατώ τη χειρολαβή από τη θέση του συνοδηγού και με τα δύο χέρια. Στροφή αριστερά προς τη Δημοφώντος. Άνοδος. Στενός δρόμος, διπλής κατεύθυνσης. Κατεβαίνει κι άλλο αυτοκίνητο. Απτόητος. Κανένα φρένο. Ευτυχώς σταματά ο άλλος οδηγός.
Βγαίνει σε κύριο δρόμο, κανένα φρένο. Ευτυχώς ο δρόμος είναι άδειος. Ήσυχη στιγμή. Όλοι έχουν προλάβει, έχουν παρκάρει και διασκεδάζουν στο Θησείο.
Στροφή προς τα δεξιά για Κουκάκι. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα και στις δυο πλευρές του δρόμου. Ο δρόμος στενεύει. Κανένα φρένο.
Στροφή αριστερά. Ο δρόμος είναι ακόμα πιο στενός. Κανένα φρένο. Ευτυχώς το τιμόνι γυρνά έγκαιρα στη θέση του.
«Που να σας αφήσω ακριβώς? Θα πάρετε το μετρό?»
Άσε μας ρε φίλε! Νόμιζα ότι ζούσα τις τελευταίες μου στιγμές.