ΠΩΛΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ
Οι τροχοί του αυτοκινήτου κυλούν στην καυτή άσφαλτο. Οι λαμαρίνες ζεματάνε. Ευτυχώς μέσα στο αυτοκίνητο, η δροσιά από το air condition συντροφεύει το ταξίδι του. Δεξιά κι αριστερά εκατοντάδες άλλα αυτοκίνητα με μικρότερες ή μεγαλύτερες ταχύτητες. Από αριστερά, τον προσπερνούν κάποιοι με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αυτός, «ο δικός μας», τρέχει με 120 χιλιόμετρα. Η εθνική οδός, καθημερινή, ώρα 11:30, του δίνει τη δυνατότητα για ήρεμη οδήγηση.
Οι πελάτες τον περιμένουν στην επαρχία. Ο προορισμός του σήμερα είναι η Τρίπολη. Αύριο θα πεταχτεί και στη Σπάρτη. Η αγορά είναι πεσμένη αλλά αυτός έχει μεγάλη επιμονή. Αν δεν κλείσει παραγγελία δέκα χιλιάδων, μπορεί να κλείσει παραγγελία πέντε χιλιάδων. Μάζευε κι ας είν’και ρόγες! Αν μείνει σπίτι ή πηγαινοέρχεται στην εταιρία, δεν θα κλείσει τίποτα.
Αυτό το ταξίδι, όμως, είναι διαφορετικό από τα άλλα. Έχει υποσχεθεί στον εαυτό του στιγμές ξεκούρασης. Μην ακούς μόνο τα αρνητικά. Η κρίση έχει και τα καλά της. Λιγότεροι πελάτες σημαίνει περισσότερος ελεύθερος χρόνος. Όταν τελειώσει από τη δουλειά, δεν θα γυρίσει αμέσως στην Αθήνα, θα ξεκλέψει ένα βράδυ να μείνει στο Γύθειο. Τό’πε και στη γυναίκα του. Βερμούδες, ένα πρόχειρο μπλουζάκι και σαγιονάρες, ο εξοπλισμός για ένα χαλαρό βράδυ με το φίλο του τον Παρτσινέβελο, από το στρατό. Ένιωσε γαλήνη με την κατανόηση της γυναίκας του. «Να πας, να πας, τόσες φορές σου’ χει πει ο άνθρωπος. Φτάνεις ως εκεί και δεν κάνεις λίγα χιλιόμετρα παραπάνω να τον δεις. Πάρε και το μαγιό. Δεν ξέρεις, μπορεί να προλάβεις να κάνεις και καμιά βουτιά».
Μαγιό δεν πήρε, πήρε όμως τον αισιόδοξο δεύτερο εαυτό του. Αυτόν που τον στηρίζει στα δύσκολα. Αυτόν που τον κτυπά με αγάπη στον ώμο κάθε φορά και του λέει «Έλα, θα τα καταφέρεις, μην το βάζεις κάτω».
Η εθνική οδός άδειασε ξαφνικά. Οι καθρέφτες του έδειχναν τη μοναχικότητά του. Τα χιλιόμετρα τον έφτασαν στο Αρτεμίσιο. Έσβησε το air condition και άνοιξε τα παράθυρα. Τα τζιτζίκια ξεφώνιζαν μέσα από τις κρυψώνες του δάσους. Προτίμησε τον συνδυασμό ζέστης και τζιτζικο-φωνής, αφήνοντας τα παράθυρα ανοιχτά. Ιδρωμένη πλάτη, χάδι ήλιου στο αριστερό μπράτσο του οδηγού.
Οι πελάτες στην Τρίπολη τον περίμεναν μαγκωμένοι. Οι πελάτες στη Σπάρτη προτίμησαν να του μιλήσουν για τις ελιές και το λάδι τους αντί να τον στενοχωρήσουν. Ο απολογισμός της μέρας φτωχός. Μετά από συζητήσεις ωρών και απανωτούς καφέδες, οι παραγγελίες που εξασφάλισε ήταν πιο πολύ αποτέλεσμα της εικοσαετούς σχέσης του με τους επαρχιώτες εμπόρους, παρά της πραγματικής ανάγκης τους να γεμίσουν το μαγαζί τους. Για ποιον πελάτη άλλωστε?
Την ώρα που εγκατέλειπε τη Σπάρτη, ο ήλιος έκαιγε ακόμα. Ο πρώτος καύσωνας του καλοκαιριού. Άλλες χρονιές, καλύτερες, αυτό το ταξίδι γινόταν αρχές άνοιξης. Οι έμποροι, εκείνες τις καλές εποχές – περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις – ετοίμαζαν το μαγαζί τους για το καλοκαίρι περιμένοντας τον ερχομό του ξένου και Έλληνα τουρίστα. Εδώ και τρία χρόνια, σταμάτησαν να προγραμματίζουν, σταμάτησαν να ελπίζουν.
Πλησιάζει στο Γύθειο. Ο αέρας έρχεται λίγο πιο υγρός. Έφτασε πια στη διχάλα, αριστερά για Σκάλα, άρα εκείνος πρέπει να πάει δεξιά. Τα μαγαζιά ανοικτά αλλά ο κόσμος είναι ήρεμος. Θα τους αποχαύνωσε η ζεστή μέρα. Στο τέλος του δρόμου βρίσκεται στο λιμανάκι. Ο ήλιος κατεβαίνει σιγά-σιγά σκορπώντας πορτοκαλο-ροζ ρίγες στη θάλασσα.
Ο Παρτσινέβελος θα τον περιμένει στο «Ακρογυάλι», του είπε. «Θα το βρεις μετά την πλατεία και αμέσως δεξιά. Στην παραλία».
Η βραδιά κύλησε με τις ιστορίες από το φανταριλίκι, Ξέγνοιαστα χρόνια, ούτε οικογένεια να φροντίζεις, ούτε αγωνίες για το μέλλον, ούτε δυνατότητα σκέψης. Άδεια μυαλά. Ακόμα και η έκρηξη από το μαγειρικό καζάνι τις μέρες της άσκησης που τραυμάτισε – ευτυχώς ελαφρά – τον μάγειρα, τους φαινόταν απλά μια μικρή περιπέτεια. Γέλασαν με την ψυχή τους με το πάθημά τους και τη φυλακή που έφαγαν όταν παρήγγειλαν σουβλάκια στο θάλαμο ένα βράδυ αλλά τους έκαναν τσακωτούς.
Ήσυχο βράδυ με τον Παρτσινέβελο. Τον μέθυσε η γαλήνη της επαρχιακής πόλης και το φως που έπεφτε στη θάλασσα. Ζαλίστηκε από το ιώδιο που ανέπνευσε και την παρουσία των αχινών.
Αυτές ήταν οι διακοπές του για φέτος: ένας φίλος από το στρατό, πελάτες, αλληλέγγυοι, μυρωδιές επαρχίας. Έτσι αποφάσισε να ξεπεράσει τις αγωνίες του. Αλλιώς, μπορεί και να σου στρίψει.
Απρόσμενο θέμα.Ποιά ήταν τα ερεθίσματα άραγε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ερέθισμα προέρχεται από την καθημερινότητα. Σίγουρα ξέρουμε αυτόν τον οικογενειάρχη. Ζει μαζί μας ως "πωλητής", "ιατρικός επισκέπτης", "μηχανικός".....
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω την αίσθηση η επιστροφή στους φίλους της αθωότητας, μας δίνει δύναμη για συνέχεια. Κάτι σαν να συναντιέσαι με την αρχή της ενήλικης ζωής σου, και όλα αυτά που πίστευες ότι θα γίνεις "όταν θα μεγαλώσεις". Και θυμάσαι, και γελάς και μετά, όταν καταφέρεις να συνέλθεις από την ζάλη της χαράς, του ποτού και της γλυκιάς υπερέντασης, μετράς το τότε με το τώρα και συγκρίνεις. Πολύ όμορφο το κείμενό σου, Άννα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφή