(από την εξομολόγηση μιας φίλης)
Έσκυψε το κεφάλι. Κοίταξε. Πού? Βαθιά στην ψυχή της. Βρήκε, αντί για ψυχή, έναν ολόασπρο κρύο τοίχο. Της θύμισε τους τοίχους των νοσοκομείων. Ανατρίχιασε. Αυτή η ατέρμονη ασπρίλα εμπόδιζε τις σκέψεις της. Έπρεπε να αναζητήσει και να βρει τις σκέψεις της. Αυτές όμως έμοιαζαν να είχαν σβηστεί. Αν ήταν κακές έπρεπε να τις καταστρέψει. Αν ήταν μπερδεμένες, να τις ξεμπλέξει.
Πού είναι οι σκέψεις? Ποιος τις έσβησε? Περπάτησε στο δωμάτιο. Άρχισε να ψάχνει. Άνοιξε ένα συρτάρι. Δεν ήταν εκεί. Φυλλομέτρησε ένα βιβλίο. Ούτε εκεί. Σήκωσε ένα μαξιλάρι. Ούτε εκεί. Κοίταξε πίσω από μια κορνίζα. Τίποτα. Ξανα-έσκυψε στην ψυχή της. Ο άσπρος τοίχος.
Κάθισε χάμω και άρχισε το διάλογο με την ψυχή της για να πάρει το πάνω χέρι. «μια, δυο, τρεις, τέσσερις σκέψεις». Κάθε μια και μια πληγή. Θα έδινε όμως μάχη. Θα σκότωνε τις κακές και θα ξέμπλεκε τις μπερδεμένες. Με την εικόνα της γαλήνιας θάλασσας σκότωσε μια. Με το χαμόγελο ενός μωρού σκότωσε άλλη μια. Με ένα ποτήρι κρασί ξέμπλεξε την τρίτη. Με τη δεξιοτεχνία της Αριάδνης ξέμπλεξε την άλλη.
Θα νικούσε τη δυσάρεστη εμπειρία και θα συνέχιζε τη ζωή της σαν να μην είχε συμβεί ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου