Η ζωή στη μικρή
επαρχιακή πόλη κυλά σε αργούς ρυθμούς όπως πάντα, αν και η οικονομική κρίση,
έφτασε κι εδώ. Κι ας είναι κρυμμένη πίσω από τα μικρά αλλά σημαντικά που ακόμα
δεν χάθηκαν.
Εδώ οι βάρκες είναι
γαλήνια αραγμένες στο λιμανάκι χωρίς να φοβούνται τον κακό καιρό. Οι γλάροι κάνουν βόλτες στον ουρανό που
διστάζει να παραμείνει γαλανός. Η τράτα
έρχεται από το βάθος του ορίζοντα με καλή ψαριά. Οι μυρωδιές από το φούρνο γαργαλούν τη μύτη
μας. Οι ντόπιοι είναι αραγμένοι στα
καφενεία μπροστά τους αχνιστούς καφέδες.
Οι γειτόνισσες χαιρετούν η μια την άλλη την ώρα που κρεμούν τη
μπουγάδα. Τα παιδιά γυρίζουν από το
σχολείο με τις σάκες στους ώμους. Η μυρωδιά από το τζάκι προκαλεί γαλήνη κι όχι
περιβαλλοντολογικό συναγερμό. Τα
μποστάνια πρασινίζουν με τη φροντίδα του γνώστη. Τα αγροτικά αυτοκίνητα δεν σταματούν το
πηγαινέλα τους ούτε τις Κυριακές. Ο
κόσμος κάνει όνειρα για το επόμενο καλοκαίρι.
Εδώ, στις δύσκολες
στιγμές θα βρεθεί ο γνωστός να ακούσει το βουβό σου κλάμα. Κάποιος θα σου κρατήσει το χέρι χωρίς να σου
στέλνει e-mail και “like”. Στο σπίτι σου θα μαζευτούν οι αγαπημένοι σου. Την ίδια ώρα οι γάτες στην πόρτα του σπιτιού θα
παρακολουθούν απορημένες.
Εδώ έχεις τις
ευκαιρίες να νιώθεις άνθρωπος και όχι ρομπότ.
Κρατάς μέσα σου την ελπίδα για το αύριο και συνεχίζεις τη ζωή σου με τα
μικρά που σε κάνουν σημαντικό και χρήσιμο.
Μικρή επαρχία, μεγάλη ελπίδα.
Αφορμή για το πιο πάνω κείμενο ήταν μια εκδρομή, μια
τρελοπαρέα (ξέρετε εσείς) και μια κηδεία