ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(από καινούριο ανταποκριτή συνεργάτη της σελίδας μας)

«Μπιπ, μπιπ, μπιπ».  Βήματα πίσω. Οπα, πεζοδρόμιο.  Πολλά πόδια που με περικυκλώνουν.  Τα πόδια τώρα φεύγουν μπροστά.  Ας ακολουθήσω κι εγώ.  Αυτή τη φορά, δεν ακούγονται τα «μπιπ, μπιπ, μπιπ».  Τώρα ήταν η σωστή στιγμή να περάσουμε απέναντι.  Μήπως έχει να κάνει με το χρώμα που έχουν τα ανθρωπάκια?  Πρέπει να το προσέξω την επόμενη φορά.  Στην απέναντι μεριά με περιμένουν οι φίλοι μου.  Αυτός ο κανελής φαίνεται πολύ μάγκας.  Γρήγορα, γρήγορα, επιταχύνουμε.  Οπ, λάθος στιγμή με ενόχλησε αυτό το τσιμπούρι.  Την ώρα που τρέχουμε όλοι, δίποδοι και τετράποδοι δεν πρέπει να σταματώ και να ξύνομαι.  Ας προλάβω τώρα τους υπόλοιπους.  Κάτι μοσχομυρίζει από απέναντι.  Μου άνοιξε η όρεξη ξαφνικά.  Η μυρωδιά βγαίνει από αυτό το γωνιακό κατάστημα.  Τα καρντάσια έχουν ξαπλώσει στη γωνία της πλατείας.  Θα τους καλέσω για μια βόλτα.  «Ουστ».  Παρακαλώ?  Γιατί κυρία μου μου φέρεστε έτσι?  Ε, φιλαράκια, σηκωθείτε.  Πάμε να ζητήσουμε λίγο φαγητό από’ κει που έρχονται οι μυρωδιές?  Τους βλέπω, βαριούνται.  Ο ένας μόνο άνοιξε το μάτι του, σήκωσε το αυτί του για να μου δείξει ότι με προσέχει αλλά ξαναγύρισε στο χουζούρι του.  Ας πάω λίγο πιο κάτω μήπως βρω κανέναν άλλο κολλητό.  Νάτος.  Αυτός είναι δίποδος φίλος μου.  Έχει ξαπλώσει κι αυτός όπως τα καρντάσια.  Τον συναντώ πιο πολύ τα βράδια, όταν ο πολύς κόσμος έχει εξαφανιστεί, η κόλαση των τροχών λιγοστεύει και γύρω μας μένει μόνο ο απόηχος της πρωινής βουής.  Τον βρίσκω πάντα σε αυτή τη γωνιά, το κούφωμα της τράπεζας.  Μαζί του δεν μπορώ να παίξω όπως με τα άλλα καρντάσια.  Όταν περπατά, μοιάζει να κουβαλά το βάρος της γης.  Είναι κουρασμένος και θλιμμένος.  Κυνηγά τη μοναξιά σαν να θέλει να ξύνει παλιές πληγές.  Για να τον ακολουθήσω, αλλάζω κι εγώ τον βηματισμό μου.  Για να του δώσω λίγη χαρά, πηδώ πάνω του και κουνώ την ουρά μου.  Τότε κοιτά μέσα στους μεγάλους κάδους και με κερνά κάποια λιχουδιά.  Πρέπει να κρυώνει πιο πολύ από μας, γιατί αυτός δεν έχει γούνα.  Χτες το βράδυ ξάπλωσα δίπλα του για να μπορέσω να τον ζεστάνω κι εκείνος μ’ αγκάλιασε και μου έδωσε κάτι να φάω.  Κάτι μου έλεγε όλο το βράδυ αλλά δεν τον καταλάβαινα.  Αυτά που λένε οι άνθρωποι για «οικογένεια», «κοινωνία», «επιχείρηση» και «χρέη» δεν τα καταλαβαίνω.  Μπορώ να καταλάβω όμως τα θολά του μάτια.  Μπορώ να νιώσω το χάδι του πάνω στη γούνα μου.  Πρέπει να μ’ αγαπά πάντως, γιατί κάθε τόσο χτες το βράδυ έπινε κάτι που μύριζε πολύ άσχημα ενώ σε μένα ευτυχώς έδινε μόνο νεράκι. Μπορώ να δω ότι είναι αλλιώτικος από τους άλλους δίποδους, γιατί μένει στην άδεια πόλη τα βράδια.  Αυτός μόνος με τα καρντάσια και άλλες σκοτεινές αμίλητες φιγούρες.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου