Από το μυθιστόρημα της Διδούς Σωτηρίου "Κατεδαφιζόμεθα".
Σας θυμίζει κάτι; Τυχαίο; Δε νομίζω.
"Ο Άρης δίστασε πολύ ως να πάρει την απόφαση να μπει στο κατάστημα νεωτερισμών "Αδελφοί Δελφινόπουλοι και Σία". Κρατούσε ακόμα στο χέρι την εφημερίδα. Είχε σημειώσει με κόκκινη μολυβιά "Ζητείται πλασιέ". Πλασιές λοιπόν, τι να γίνει. Κάλλιο προσωρινά πλασιές παρά μόνιμα στο γκαράζ των Γιαννούληδων. Η χειρότερη καταδίκη για έναν νέο είναι να μην μπορεί να κάνει τη δουλειά που θέλει και να "βολεύεται" με "προσωρινά" επαγγέλματα που, συχνά, τον χαντακώνουν δια βίου...
Ένιωσε άσκημα καθώς είδε να τον υποδέχονται μ' εχθρικές ματιές και υπονοούμενα άλλοι τέσσεροι, που περίμεναν για τον ίδιο σκοπό.
"Τι γίνεται; Σαν πολλοί δε μαζευτήκαμε;"
"Εξεπίτηδες ορίσανε την ώρα για να πέσουμε μαζεμένοι".
"Ο νόμος της προσφοράς και της ζητήσεως", ειρωνεύτηκε ένας κοντούλης νεαρός, απόφοιτος Εμπορικής, που βολτάριζε και πετούσε κουβέντες επιδεικτικά, να εντυπωσιάζει.
"Καθισμό δεν έχει το καλόπαιδο", τον ξομπλιάζανε οι άλλοι.
"Βράζουν τα αίματά του".
"Πολύ τον έξυπνο μας κάνει".
"Δεν τον κάνει, είναι. Έχει τελειώσει ανώτερο σχολείο".
"Ε, και; Σκοτούρα μας".
Ο καθένας βλέπει τον άλλον αντίπαλο. Όμως ελπίζει πως θα προτιμηθεί αυτός για έχει τούτες και κείνες τις ικανότητες και μπιλιετάκι από βουλευτή...
"Απ' τον καιρό που αποφοίτησα, δηλαδή δυο χρόνια, διαβάζω αγγελίες, τρέχω, περιμένω, ακούω υποσχέσεις και στο τέλος τζίφος".
"Και σου φαίνονται πολλά τα δυο χρόνια, καλόπαιδο;" Εμένα που με βλέπεις ξέρεις πόσο χρονών είμαι; Πόσο με κάνεις; Πενηντάρης είμαι. Πενήντα στρογγυλά χρονάκια. Έμαθα πια να υπομένω και να περιμένω. Και δεν το βάζω κάτω, όχι. Λέω μέσα μου, κάποια πόρτα θ' ανοίξει και για σένα, Γιώργη. Η κυρά κλαψούριζε ψες. "Μόνιμη θέση ούτε στον τάφο δε θα βρούμε. Θα μας σηκώσουνε γρήγορα για να παραχώσουνε καινούργιους".
Κουνούνε όλοι τα κεφάλια τους. Ένας μαυριδερός με φανταχτερή γραβάτα, χρυσό δαχτυλίδι και ρολόι γυρνάει και λέει στον νεαρό:
"Χολιάς για τα δυο χρόνια; Πέντε ζητάω μια στέρεη δουλειά. Δε λέω για αργομιστίες και βρομοδουλειές που σήμερα τρως και αύριο πεινάς. Και να φανταστείς, έχω και χαρτί πως πήγα και πολέμησα στην Κορέα. Το οποίον δηλαδή, μας λέγανε τότες πως, σαν θ' αποστρατευθούμε, ο κόσμος θε να' ναι δικός μας".
Ο απόφοιτος της Εμπορικής πέταξε ένα σαρκαστικό γέλιο:
"Χα! Ώστε έχεις τέτοιο σπουδαίο προσόν και δεν ελήφθη υπ' όψιν; Για δεν πας, καημένε, να πολεμήσεις και στο Κονγκό, υπέρ των ... εθνικών δικαίων μας; Η Κορέα ξεχάστηκε. Πάει αυτή. Τώρα ανοίγουνε αλλού αλισβερίσι ... Εχ, μωρέ κορόιδα που σας βρίσκουνε".
Αρχίζει ένας τρικούβερτος καβγάς. Ο πενηντάρης κοιτάζει ανήσυχος ολοτρίγυρα.
"Βρε παιδιά. Βρε παιδιά. Κόφτε το. Στα πολιτικά θα το ρίξτε να βρούμε μπελά στα καλά του καθουμένου; Εδώ ήρθαμε για άλλο σκοπό. Όλοι φουκαράδες είμαστε".
Ο νεαρός το φυσά και δεν κρυώνει.
"Άκου μυαλά! Μας σερβίρει την Κορέα για προσόν. Κατάλαβες δηλαδή;"
"Κι εσύ γιατί τσατίζεσαι;" του λέει ένας άλλος που έχει πιάσει την πόρτα του λογιστήριου και δεν το κουνά, μην του πάρουνε την αράδα. "Ίσα ίσα που ο άνθρωπος μολογά το λάθος του. Έτσι δεν είναι, ρε φίλε;"
.....
.......
Ο απόφοιτος κι ο πενηντάρης αποτραβιούνται και κουβεντιάζουνε με οικειότητα, λες γνωρίζονται από χρόνια. Ο Άρης δίχως να το θέλει ακούει τις εξομολογήσεις τους.
"Γιατί να φοβηθώ;" λέει ο μικρός. "Ο φόβος κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά. Καταπίνεις τη γλώσσα σου και τότε φασκέλωσ' τα..."
Ο πενηντάρης χαμογελά με συγκατάβαση.
"Μεγάλα λόγια. Κάποτε τα' λεγα κι εγώ. Τα πίστευα. Η ζωή με προσγείωσε. Μη με πάρεις για μαύρο. Έχω την ιστοριούλα μου..........."
Σας θυμίζει κάτι; Τυχαίο; Δε νομίζω.
"Ο Άρης δίστασε πολύ ως να πάρει την απόφαση να μπει στο κατάστημα νεωτερισμών "Αδελφοί Δελφινόπουλοι και Σία". Κρατούσε ακόμα στο χέρι την εφημερίδα. Είχε σημειώσει με κόκκινη μολυβιά "Ζητείται πλασιέ". Πλασιές λοιπόν, τι να γίνει. Κάλλιο προσωρινά πλασιές παρά μόνιμα στο γκαράζ των Γιαννούληδων. Η χειρότερη καταδίκη για έναν νέο είναι να μην μπορεί να κάνει τη δουλειά που θέλει και να "βολεύεται" με "προσωρινά" επαγγέλματα που, συχνά, τον χαντακώνουν δια βίου...
Ένιωσε άσκημα καθώς είδε να τον υποδέχονται μ' εχθρικές ματιές και υπονοούμενα άλλοι τέσσεροι, που περίμεναν για τον ίδιο σκοπό.
"Τι γίνεται; Σαν πολλοί δε μαζευτήκαμε;"
"Εξεπίτηδες ορίσανε την ώρα για να πέσουμε μαζεμένοι".
"Ο νόμος της προσφοράς και της ζητήσεως", ειρωνεύτηκε ένας κοντούλης νεαρός, απόφοιτος Εμπορικής, που βολτάριζε και πετούσε κουβέντες επιδεικτικά, να εντυπωσιάζει.
"Καθισμό δεν έχει το καλόπαιδο", τον ξομπλιάζανε οι άλλοι.
"Βράζουν τα αίματά του".
"Πολύ τον έξυπνο μας κάνει".
"Δεν τον κάνει, είναι. Έχει τελειώσει ανώτερο σχολείο".
"Ε, και; Σκοτούρα μας".
Ο καθένας βλέπει τον άλλον αντίπαλο. Όμως ελπίζει πως θα προτιμηθεί αυτός για έχει τούτες και κείνες τις ικανότητες και μπιλιετάκι από βουλευτή...
"Απ' τον καιρό που αποφοίτησα, δηλαδή δυο χρόνια, διαβάζω αγγελίες, τρέχω, περιμένω, ακούω υποσχέσεις και στο τέλος τζίφος".
"Και σου φαίνονται πολλά τα δυο χρόνια, καλόπαιδο;" Εμένα που με βλέπεις ξέρεις πόσο χρονών είμαι; Πόσο με κάνεις; Πενηντάρης είμαι. Πενήντα στρογγυλά χρονάκια. Έμαθα πια να υπομένω και να περιμένω. Και δεν το βάζω κάτω, όχι. Λέω μέσα μου, κάποια πόρτα θ' ανοίξει και για σένα, Γιώργη. Η κυρά κλαψούριζε ψες. "Μόνιμη θέση ούτε στον τάφο δε θα βρούμε. Θα μας σηκώσουνε γρήγορα για να παραχώσουνε καινούργιους".
Κουνούνε όλοι τα κεφάλια τους. Ένας μαυριδερός με φανταχτερή γραβάτα, χρυσό δαχτυλίδι και ρολόι γυρνάει και λέει στον νεαρό:
"Χολιάς για τα δυο χρόνια; Πέντε ζητάω μια στέρεη δουλειά. Δε λέω για αργομιστίες και βρομοδουλειές που σήμερα τρως και αύριο πεινάς. Και να φανταστείς, έχω και χαρτί πως πήγα και πολέμησα στην Κορέα. Το οποίον δηλαδή, μας λέγανε τότες πως, σαν θ' αποστρατευθούμε, ο κόσμος θε να' ναι δικός μας".
Ο απόφοιτος της Εμπορικής πέταξε ένα σαρκαστικό γέλιο:
"Χα! Ώστε έχεις τέτοιο σπουδαίο προσόν και δεν ελήφθη υπ' όψιν; Για δεν πας, καημένε, να πολεμήσεις και στο Κονγκό, υπέρ των ... εθνικών δικαίων μας; Η Κορέα ξεχάστηκε. Πάει αυτή. Τώρα ανοίγουνε αλλού αλισβερίσι ... Εχ, μωρέ κορόιδα που σας βρίσκουνε".
Αρχίζει ένας τρικούβερτος καβγάς. Ο πενηντάρης κοιτάζει ανήσυχος ολοτρίγυρα.
"Βρε παιδιά. Βρε παιδιά. Κόφτε το. Στα πολιτικά θα το ρίξτε να βρούμε μπελά στα καλά του καθουμένου; Εδώ ήρθαμε για άλλο σκοπό. Όλοι φουκαράδες είμαστε".
Ο νεαρός το φυσά και δεν κρυώνει.
"Άκου μυαλά! Μας σερβίρει την Κορέα για προσόν. Κατάλαβες δηλαδή;"
"Κι εσύ γιατί τσατίζεσαι;" του λέει ένας άλλος που έχει πιάσει την πόρτα του λογιστήριου και δεν το κουνά, μην του πάρουνε την αράδα. "Ίσα ίσα που ο άνθρωπος μολογά το λάθος του. Έτσι δεν είναι, ρε φίλε;"
.....
.......
Ο απόφοιτος κι ο πενηντάρης αποτραβιούνται και κουβεντιάζουνε με οικειότητα, λες γνωρίζονται από χρόνια. Ο Άρης δίχως να το θέλει ακούει τις εξομολογήσεις τους.
"Γιατί να φοβηθώ;" λέει ο μικρός. "Ο φόβος κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά. Καταπίνεις τη γλώσσα σου και τότε φασκέλωσ' τα..."
Ο πενηντάρης χαμογελά με συγκατάβαση.
"Μεγάλα λόγια. Κάποτε τα' λεγα κι εγώ. Τα πίστευα. Η ζωή με προσγείωσε. Μη με πάρεις για μαύρο. Έχω την ιστοριούλα μου..........."
Η ισορια επαναλαμβανεται , τι 1960,τι 2014 !
ΑπάντησηΔιαγραφή