Μάιος στο κέντρο της Αθήνας. Προχτές, Τετάρτη. Πρώτες πρώιμες βιαστικές ζέστες στην πολύπαθη πόλη μας. Κάθισα στο παγκάκι για να ξεκουραστώ από την αλλαγή δύο μέσων μαζικής μεταφοράς και ποδαρόδρομου κάτω από τον καυτό ήλιο. Η δροσιά από το παρκάκι στην περιοχή του Χίλτον ήταν θεόσταλτη.
Ένιωσα την παρουσία της αμυδρά στα αριστερά μου. Την ένιωσα να πλησιάζει. Πρώτα τακτοποίησα το κινητό και τα γυαλιά ηλίου στην τσάντα. Μετά έβγαλα τις σημειώσεις μου για να τις θυμηθώ πριν το επαγγελματικό ραντεβού και κατόπι την κοίταξα. Στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένη η απορία και η προσμονή. Άραγε απορία μόνο? Άραγε προσμονή μόνο?
«Τώρα, εσύ, κάτι θες να μου πεις», της είπα. Αυτή συνέχιζε να με κοιτά στα μάτια. Πλησίασε λίγο ακόμα. Κούνησα το αριστερό χέρι για να μετρήσω το φόβο της. Μπα. Έμεινε ακίνητη δίπλα μου. Αποφάσισα να μην ασχοληθώ μαζί της. Ζεσταινόμουν πολύ. Έριξα κι άλλη μια ματιά στις σημειώσεις μου.
Μετά από πέντε ή δέκα λεπτά είχα ξεχάσει την παρέα μου στο παγκάκι. Γύρισα να κοιτάξω. Ήταν ακόμα εκεί. Ίδιο ύφος. Πέρασαν άλλα πέντε λεπτά και εμφανίστηκε και ένας ερωτύλος αρσενικός για καμάκι. Σε αυτήν, όχι σε μένα. Ήταν ευγενική μαζί του αλλά τον έδιωξε, έδειξε χαρακτήρα.
Μόλις ο νεαρός έφυγε από το παγκάκι μας, η μικρή έκανε κι άλλα βήματα κοντά μου.
«Μαντάμ, οι άλλες κυρίες που έρχονται με τσάντες σ’ αυτό το παγκάκι του Παγκρατίου, φέρνουν και κάτι να μασήσουμε. Τόση ώρα περιμένω. Θα βγάλετε κάτι ενδιαφέρον από την τσάντα ή θα βγάζετε μόνο χαρτιά?»
Τελικά, προσμονή ήταν στο βλέμμα της.
Πολυ χαριτομενο και βγαζει μια ηρεμια μεσα σε μια πολυ που τρεχει σαν τον μακαριτη τον Βεγγο
ΑπάντησηΔιαγραφή