Βόλτα
σε γραφικά χωριά της Αρκαδίας
(Ασέα
– Βαλτεσινίκο – Λιμποβίσι – Βυτίνα – Στεμνίτσα – Καρύταινα)
Οι κάτοικοι του χωριού Ασέα,
οι Ασεάτες, ίσως πρώτη φορά έβλεπαν τουριστικό λεωφορείο να επισκέπτεται το
χωριό τους, αν και η μικρή καθαρή πλατεία του χωριού έπρεπε να είναι
πολυσύχναστο σημείο για όσους αγάπησαν τα ποιήματα και τους στίχους του Νίκου
Γκάτσου. Η κυρία Φράγκου, Πρόεδρος των
εν Αθήναις Ασεατών, προστέθηκε στη δική μας ομάδα όταν ξεκινήσαμε από την Αθήνα,
για να μας ξεναγήσει στο χωριό του Γκάτσου.
Η επίσκεψή μας δεν ήταν
«μνημόσυνο» αλλά τιμή στον ποιητή που με τις λέξεις του ακουμπά την κάθε αθώα αλλά
και την κάθε κολασμένη ψυχή. Από μικρός
πέρασε ο ίδιος από την κόλαση χάνοντας τον πατέρα του στα μαύρα νερά του
Ατλαντικού. Ο χαμός του του βάρυνε τους
ώμους. Στο αγέλαστο πρόσωπο και στο βαρύ
του βηματισμό ζωγραφίζονταν οι ταραγμένες σκέψεις του για την Αθανασία της
ψυχής, για το πονηρό Δίχτυ της ζωής και για το Χάρτινο Φεγγαράκι που έλεγε
ψέματα. Για τον δικό του προσωπικό
κόσμο. Η μουσική του Χατζηδάκη γλύκανε
την Πίκρα Σήμερα. Η μουσική του Ξαρχάκου
ζωήρεψε το χάλι της Χοντρομπαλούς. Αυτά όλα τα τραγούδια μας συνόδεψαν στο
διήμερο ταξίδι μας στην Αρκαδία.
Για να φτάσουμε στην Ασέα,
περνάμε από το - γκρεμισμένο πια - Χάνι Ταλαγάνη. Η κυρία Φράγκου μας διηγείται ότι το Χάνι
φιλοξένησε ακόμα και τον Όθωνα. Η θέση
του υποδηλώνει ότι το σημείο ήταν πάντα κομβικό ακόμα και τον 19ο
αιώνα. Από τον κύριο δρόμο βλέπουμε το
Βαλτέτσι. Θυμόμαστε ότι εδώ το 1821, ο
Κολοκοτρώνης ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν δύο φορές σε διαφορετικές
μάχες. Στ’ αριστερά, ανάμεσα στους
λόφους, η Γέφυρα Μάναρι (Μάναρη). Κτίστηκε από Γάλλους, όταν σκόπευαν να
δημιουργήσουν σιδηροδρομικό δίκτυο.
Στους λόφους της περιοχής γύρω τριγύρω έχουν στηθεί αιολικά πάρκα. Χωρίς να το θέλουμε, διερωτώμαστε γιατί δεν
υπάρχουν περισσότερα σε όλη την Ελλάδα.
Η απορία, ειπωμένη μέσα μας, μένει αναπάντητη. Πλησιάζοντας το χωριό της Ασέας, περνάμε
μπροστά από την Αρχαία Ασέα. Ακόμα
γίνονται ανασκαφές. Εδώ είναι και η Κάτω
Ασέα, η «Παραλία» όπως λένε οι ντόπιοι, με τον κλασικό πέτρινο σιδηροδρομικό
σταθμό. Η Άνω Ασέα βρίσκεται στα
αριστερά μας. Στα πρώτα κτίρια του
χωριού βρίσκεται η καινούρια εκκλησία του Αγίου Αλεξάνδρου. Στην πλατεία μας περιμένει ο Πρόεδρος της
κοινότητας μπροστά από το νεόκτιστο Πολιτιστικό Κέντρο. Η βόλτα μας μας οδηγεί πρώτα πρώτα σε ένα
μισογκρεμισμένο κτίριο, ακόμα όμορφο αρχιτεκτονικά παρά την υγρασία και τα
φαγωμένα ντουβάρια. Το σπίτι του Νίκου
Γκάτσου έχει δημιουργήσει πολλές συζητήσεις για το μέλλον του. Θα γίνει Μουσείο? Από ποιόν?
Με τι χρήματα? Τώρα αποτελεί ακόμα
μια ντροπή στην Ελλάδα. Περπατώντας στα
δρομάκια του χωριού φτάνουμε στην πλατεία Καπετάν Μπονάρου. Αναπαλαιώθηκε με τα χρήματα που κέρδισε ο Κ.
Μητσοτάκης από τη δικαστική διαμάχη του με τον Κ. Λαλιώτη. Η πλατεία ήταν πάντα το χοροστάσι του χωριού,
υπερυψωμένη και πέτρινη. Γνωρίζει δόξες
σε κάθε πανηγύρι.
Το Δημοτικό Σχολείο είναι
άλλο ένα κτίριο αναστηλωμένο από χρήματα Έλληνα (Κύπριου, για την ακρίβεια)
δωρητή. Μετά την αναστήλωσή του
χρησιμεύει ως χώρος εκδηλώσεων και εκθέσεων.
Το χωριό είναι ήσυχο με 200
ίσα-ίσα κατοίκους. Το καλοκαίρι έχει
περισσότερους επισκέπτες. Σήμερα οι
περισσότεροι κάτοικοι του χωριού λείπουν για να μαζέψουν κάστανα και
καρύδια. Παρατηρούμε, όμως, και μια
κυνηγετική αναστάτωση. Τι γίνεται? Μάθαμε ότι κυνηγοί έχουν «στριμώξει» ένα
αγριογούρουνο. Οι «ενισχύσεις» ξεκινούν
με τα αγροτικά να βοηθήσουν στο κυνήγι.
Πριν φύγουμε ανεβήκαμε στο
άλσος σε λοφάκι απέναντι από το Σχολείο για να αγναντέψουμε τις κοιλάδες και να
δούμε ό,τι έμεινε από τις πυρκαγιές του 2007.
Η αναδάσωση από το ανθρώπινο χέρι και από τη δύναμη της ίδιας της φύσης,
αναγεννά το πράσινο στη γύρω περιοχή.
Η βόλτα τελειώνει γρήγορα
στη μικρή Ασέα. Οι χωριανοί μας
περίμεναν στο καφενεδάκι (δηλαδή στον χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου) με
καφεδάκια, ραβανί, καρυδόπιττα, κουραμπιέδες (και τι κουραμπιέδες!), πάστα
φλόρα και δροσερό νερό για να δροσίσουμε το λαρύγγι μας, μετά τη βόλτα κάτω από
τον Οκτωβριανό ήλιο. Θα ξανάρθουμε στην Ασέα.
Μας υποσχέθηκαν ότι την επόμενη φορά θα μας κεράσουν τραχανά. Αχ αυτοί οι κουραμπιέδες της κυρίας Κούλας!
Ο επόμενος σταθμός μας μέσω
Λεβιδίου, το Βαλτεσινίκο (προσοχή στον τονισμό). Η παράδοση λέει ότι το Βαλετσινίκο ήταν το
αγαπημένο χωριό του Κολοκοτρώνη. Στην
είσοδο του χωριού μας υποδέχονται γάργαρα νερά από βρυσούλες. Οι βαρείς χειμώνες εδώ στα 1100 μέτρα
υψόμετρο απαιτούν γερές στέγες και πετρόκτιστες καμινάδες. Η ξεκούρασή μας, από την άλλη μεριά, απαιτεί
πανσέτες, πατατούλες, τυράκι και κόκκινο κρασί στην ταβέρνα του «Βασιλικού». Έτσι.
Για να ξεγελάσουμε την πείνα, την
ώρα που οι ντόπιοι μαζεύουν τα ξύλα για το χειμώνα που έρχεται όπου να’ ναι ή
ξεκουράζονται μετά τις δουλειές της ημέρας.
Στο δρόμο προς Βυτίνα στα
τελευταία δέκα χιλιόμετρα, μας αγκαλιάζουν τα έλατα του αρκαδικού Ελατοδάσους. Αυτή τη φορά η πόλη της Βυτίνας μου φάνηκε
πιο ήσυχη, πιο μικρή, πιο όμορφη. Το
Ξενοδοχείο ART
ΜΑΙΝΑΛΟΝ,
πρόσφατα ανακαινισμένο, είχε να προσφέρει υπηρεσίες υψηλότερου επιπέδου σε
σύγκριση με τα παλαιότερα χρόνια.
Τραχανάς, κουραμπιέδες, μέλι και καρύδια ήταν τα απαραίτητα ψώνια από τη
Βυτίνα.
Την επόμενη μέρα, αφού το
πρόγραμμα είναι σχετικά ελαφρύ, αφήνουμε πίσω μας τη Βυτίνα μια λογική
ώρα. Σταματάμε στο Λιμποβίσι. Χόρτασε το μάτι μας καστανιές και καρυδιές
που ψάχνουν να βρουν χώρο ανάμεσα στα έλατα.
Το Λιμποβίσι, το χωριό του Κολοκοτρώνη, αποτελείται από το γκρεμισμένο
σπίτι του αγωνιστή, ένα καινούριο κτίσμα αντίγραφο του σπιτιού του, μια
εκκλησία και ένα καφενείο. Στο καινούριο
κτίριο φιλοξενούνται μουσειακά κομμάτια, πορτραίτα των αγωνιστών του 1821 και
λάβαρα. Στην επίσκεψή μας συναντήσαμε
δύο ηλικιωμένους και πέντε φιλικότατους σκύλους. Όλοι δίποδοι και τετράποδοι φρουροί του
ακατοίκητου χωριού.
Εκτός από τους κυνηγούς της
Ασέας που κυνηγούσαν το αγριογούρουνο, συναντούμε κυνηγούς σε όλη τη γύρω περιοχή. Αυτοί οι κυνηγοί, κοντά στο Λιμποβίσι και τη
Στεμνίτσα, έχουν στήσει καρτέρι για μπεκάτσες.
Σε λίγο βλέπουμε μπροστά μας
τη Στεμνίτσα να κρέμεται στις πλαγιές του βουνού. Μας υποδέχεται μια φίλη, η μικρή Δ., που
φοιτά στην Δημόσια Επαγγελματική Σχολή
Αργυροχρυσοχοΐας. Οι πληροφορίες για το
μέλλον της Σχολής είναι συγκεχυμένες: Η
Σχολή θα έκλεινε φέτος οριστικά. Τελικά όμως
δεν έκλεισε. Οι σπουδαστές ακόμα δεν γνωρίζουν αν θα έχουν επιδότηση στο
ενοίκιο, στη σίτιση και τα μεταφορικά, ενώ η σχολική χρονιά έχει ξεκινήσει. Πάντως σώθηκαν οι σπουδές των
δευτεροετών. Στο μέλλον η σχολή δεν θα ξαναλειτουργήσει,
λέει η μια πληροφορία, ενώ η άλλη πληροφορία λέει ότι θα ανοίξουν δύο νέες
σχολές. Οι παλιοί καθηγητές έχουν μπει
σε διαθεσιμότητα, αλλά καινούριοι καθηγητές έρχονται να πάρουν τις θέσεις τους. Οι παλιοί δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν αίτηση
για τις θέσεις που δημιουργούνται.
Η Στεμνίτσα είναι μεγαλύτερη
από τη Βυτίνα και το Βαλτεσινίκο. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός και
δείχνει να έχει περισσότερη ζωή. Στην
πλατεία της κάθονται στον ήλιο πολλοί ντόπιοι αλλά και περαστικοί επισκέπτες. Οι κόκκινες σκεπές στολίζουν τις πλαγιές του
βουνού. Η πόλη εκπέμπει ηρεμία. Χαζεύουμε στα μαγαζιά με τα αργυρά κοσμήματα
και τα ντόπια προϊόντα. Αν είχαμε
περισσότερο χρόνο θα έπρεπε να επισκεφθούμε το Λαογραφικό Μουσείο. Φιλάμε σταυρωτά τη μικρή Δ.και συνεχίζουμε το
ταξίδι μας.
Αφού είμαστε στη Στεμνίτσα
και κατευθυνόμαστε στο Ελληνικό, κάνουμε μια στάση στην ιστορική Καρύταινα. Το πιο φημισμένο κομμάτι της Καρύταινας είναι
το Κάστρο της. Το έχουν φτάσει «Τολέδο»
με νονό το Νίκο Καζαντζάκη. Και η πόλη της Καρύταινας έχει ανακηρυχθεί
παραδοσιακός οικισμός, γιατί θυμίζει τις μεσαιωνικές καστροπόλεις. Έχουμε κατεβεί σε υψόμετρο 500 μέτρων (από τα
1080 της Στεμνίτσας). Η ώρα έχει
περάσει: μια μικρή βόλτα – για τους πιο
δραστήριους επίσκεψη στο κάστρο – και ένα αναψυκτικό. Το μεσημεριανό γεύμα μετατίθεται για αργότερα
στο Ελληνικό.
Πραγματικα η περιγραφη σου πιο ζωντανη δεν γινεται ! Τι γαληνη και ηρεμια βγαζει
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτο το κειμενο ! Πραγματικα ζηλεψα που δεν ειμουνα και εγω εκει. Η ομορφοτερη
εποχη για βολτες στο βουνο. Μπραβο Αννουλα !
Θα ξαναπάμε βόλτα στην Αρκαδία...... Έχουμε υποσχεθεί να τρέξουμε και κάποια coaching sessions !!! Μας περιμένουν - ελπίζω και με λίγους κουραμπιέδες
ΑπάντησηΔιαγραφή