Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Η ώρα ήταν ήδη επτά παρά τέταρτο. Στη δουλειά έπρεπε να είναι στις επτά. Πώς θα τα κατάφερνε? ΄Ολα ήταν έτοιμα από το προηγούμενο βράδυ: είχε κάνει μπάνιο, είχε επιλέξει τα ρούχα που θα φορούσε, είχε τακτοποιήσει την τσάντα της φροντίζοντας κυρίως να έχει ρίξει ένα γεμάτο πακέτο τσιγάρα και τον αναπτήρα που της είχε χαρίσει ο άντρας της στην τριακοστή επέτειο του γάμου τους.
Στον καθρέφτη είδε το πρόσωπο μίας πενηντάρας (και ... κάτι). Ήταν το πρόσωπο μιας εργαζόμενης γυναίκας,
μητέρας και γιαγιάς. Οι ρυτίδες δεν μπορούσαν πια να ξεγελάσουν ούτε την ίδια ούτε κανέναν άλλο για την ηλικία της. Πέρασε το χέρι της πάνω από τις γραμμές του προσώπου και κυρίως πάνω από αυτές που χαραζόντουσαν στο πλάι των ματιών της. ΄Ισως αν είχε προσέξει τον εαυτό της όταν ήταν πιο νέα, τώρα οι ρυτίδες να μην ήταν τόσο βαθιές. Και ποιόν θα ξεγελούσε τώρα πια? Στη δουλειά ήξεραν όλοι την ηλικία της και ήξεραν ότι μετρούσε πια μήνες για να βγει στην εφεδρεία και στη σύνταξη.
΄Εβλεπε στον καθρέφτη το γνωστό πρόσωπο και άρχισε να σκέφτεται τις μέρες και τα χρόνια. Τι έκανε στην ζωή? Μια ευτυχισμένη οικογένεια. Πολλές θυσίες. Πρώτα για τον σύζυγο, ύστερα για τα παιδιά και τώρα για τα εγγόνια. Η παρουσία της στη δουλειά ήταν μια μικρή κοροϊδία. Τίποτα δεν πρόσφερε. Η ίδια το ήξερε καλά. Κι ας ξεγελιόντουσαν οι συνάδελφοί της ότι δήθεν η δουλειά τους είναι χρήσιμη στην κοινωνία και στον ΄Ελληνα πολίτη. Εκείνη το ήξερε. Κτυπούσαν την κάρτα το πρωί στη δουλειά και όλοι μετρούσαν τις ώρες και τα λεπτά για να φύγουν. Ψέματα, είχαν και την ευκαιρία για κοπάνες, για ψώνια, για καφέ με κάποιον γνωστό κοντά στο γραφείο του οργανισμού. Αν την ρωτούσες, τι είχαν τα συρτάρια του γραφείου της, θα ντρεπόταν να σου απαντήσει. Τα συρτάρια δεν είχαν χαρτιά και έγγραφα, παρά μόνο μπισκότα και περιοδικά.
΄Αρχισε να σκέφτεται πώς μπορούσε να αξιοποιήσει τη μέρα της. Είχε υποσχεθεί να ψήσει σπανακόπιτα για τα παιδιά της. Θα αγόραζε σπανάκι από τη λαϊκή αγορά λίγα τετράγωνα μακριά από τα γραφεία του οργανισμού που δούλευε. Θα πήγαινε πρώτα στο γραφείο να τη δουν οι άλλοι και, μετά, με την πρώτη ευκαιρία θα πεταγόταν και στη λαϊκή. Δεν έπρεπε να ξεχάσει και τον άνηθο.
Η βουή του δρόμου της μιλούσε και της έλεγε ότι κι άλλοι πολλοί συνάδελφοί της είχαν βγει στον δρόμο και προχωρούσαν για να πιάσουν τα πόστα τους στις υπηρεσίες τους. Αυτοί περπατούσαν αργά. Οι άλλοι, οι ιδιωτικοί, περπατούσαν πιο γρήγορα. Τους ξεχώριζες από τη ζωντάνια και την αποφασιστικότητα στο βήμα.
Εκείνη δεν είχε λόγο να βιάζεται. Το μόνο που την απασχολούσε ήταν να μην ξεχάσει κάτι από τα ψώνια της ημέρας. Άνηθος, φρέσκα κρεμμυδάκια, σπανάκι, ντομάτες, φρούτα. Το τρόλεϊ που χρησιμοποιούσε κάθε μέρα, θα την πήγαινε γρήγορα στη δουλειά. Θα κτυπούσε γρήγορα την κάρτα της. Θα έπινε αργά τον καφέ της. Θα έλεγε γρήγορα καλημέρα στον προϊστάμενο. Θα κοιτούσε γρήγορα αν υπήρχε κάποιο χαρτί στο γραφείο της για διεκπεραίωση.
Το κλίμα στο γραφείο ήταν ίδιο. Ίδιο και απαράλλαχτο όπως τόσα χρόνια. Μουντό, ασπρόμαυρο. Παρατήρησε ότι και τα ρούχα της ήταν μουντά: γκρίζα φούστα ίσια, πουκάμισο μαύρο και φουλάρι γκρι πουά. Το φουλάρι έκανε το σετάκι να είναι ενδιαφέρον. Ποιος θα την παρατηρούσε? Κανείς. Άλλωστε δεν είχε σημασία πια. Στο γραφείο δεν υπήρχε κανένα χαρτί. Ήταν καθαρό όπως το είχε αφήσει το προηγούμενο μεσημέρι. Άρα θα μπορούσε να φύγει για τη λαϊκή νωρίτερα.
Άνηθος, φρέσκα κρεμμυδάκια, σπανάκι, ντομάτες, φρούτα.
Για καποιο λογο ειναι λιγο καταθληπτικο.Σκεψου να πηγαινεις στη δουλεια σου και να σκεφτεσε ποσο βαρετη και μονοτονη ειναι και ποσο θελεις να την κοπανησεις απο αυτην.Μπορει να μην την βλεπουν ολοι οι δημοσιοι υπαλληλοι ετσι αλλα.....
ΑπάντησηΔιαγραφή