Απλώνεις το χέρι και πιάνεις ένα μανταρίνι μέσα από το καλάθι με τα φρούτα. Και τότε αρχίζει η μαγεία, μια μαγεία ανεξήγητη γιατί η μυρωδιά του σε γυρίζει πίσω, στην εποχή της ανεμελιάς.
Ο κήπος μεγάλος - ή τουλάχιστον έτσι σου φαινόταν – βρισκόταν στην απόλυτη φροντίδα της γιαγιάς Ισμήνης. Και στην υπομονή του Κλεάνθη που ερχόταν .... Να δεις λοιπόν ότι θυμάμαι πως ερχόταν κάθε Τρίτη. Έμενε στη Δευτερά έξω από τη Λευκωσία. Τριανταφυλιές, γιασεμιά, πυράκανθοι, εποχιακά αλλά και τα απαραίτητα, πορτοκαλιές, λεμονιές, ελιές, ροδιές και μανταρινιές δημιουργούσαν μια καταπράσινη όαση στην ξερή Λευκωσία.
Η παρέα ελεύθερη στον κήπο, μετά το Κυριακάτικο μεσημεριανό φαγητό με τους «μεγάλους». Οι μικρότερες να κρεμόμαστε από τα χείλη των πιο μεγάλων, που προσπαθούσαν να μας απασχολήσουν για να μπορέσουν οι «μεγάλοι» να πουν τα δικά τους. Οι περισσότερες κουβέντες μας γίνονταν κάτω από τις μανταρινιές στο πάνω διάζωμα του κήπου. Δούλευαν οι γλώσσες, δούλευαν και τα χέρια ταυτόχρονα που έκοβαν και καθάριζαν τα μανταρίνια. Η ιεροτελεστία συνέχιζε μέχρι που ο ήλιος έφευγε για ξεκούραση και τη θέση του έπαιρνε το μούχρωμα του ψυχρού Λευκωσιάτικου δειλινού.
Τα παιδικά χέρια μύριζαν ακόμη μανταρίνι ακόμα κι όταν ερχόταν η ώρα του βραδινού ύπνου.
Δέσπω, Μάρω, Τέρψη, Αννούλα, μυρίζουν ακόμα τόσο όμορφα τα μανταρίνια στη Λευκωσία?
Μπήκατε, βλέπω, δυναμικά στο blogging, Ωραία μου. Καλό αυτό, αποτελεί μιαν εξαιρετική ψυχοθεραπεία, χώρια που γνωρίζεις και τον καλύτερο κόσμο (λέμε τώρα...).
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνεχίστε να μας γράφετε τις σκέψεις σας και -ιδίως- τις αναμνήσεις σας. Έχω μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στις παρελθούσες ζωές των φίλων μου, με εντυπωσιάζει πάντα το γεγονός ότι υπήρχαν και πριν από την συνάντησή τους μ' εμένα.
Φιλώ σας με λατρεία.
Ανεξίτηλες μνήμες από ωραίες εποχές. Ζωντάνεψες ταξίδι στο παρελθόν. Ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή