ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Ποδόσφαιρο δεν ξέρω.  Καταλαβαίνω όμως τι είναι «να παίζεις στις καθυστερήσεις». Αρκετοί Έλληνες πια πιστεύουμε ότι οι ιδιώτες επενδυτές, οι δανειστές και οι «επιτηρητές» μας επωφελούνται από τον αργό ρυθμό των διαπραγματεύσεων για το PSI.

Τα γκολ έχουν ήδη μπει από τη δική τους «ομάδα».  Η άλλη «ποδοσφαιρική ομάδα», η Ελλάδα δηλαδή, έχει χρεωθεί τα γκολ από τον Απρίλιο του 2010, τότε που ανομολόγητα χρεοκόπησε.  Α ναι, δεν το ξέρατε?  Η γκολάρα έχει μπει από τότε.  Τότε που έρμαιο της τύχης της η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με κυβερνήτη τον ΓΑΠ, ανίκανη και τυφλή από την εξουσία – “open” ή όχι – αποχαυνωμένη, παρακολουθούσε το «παιγνίδι» χωρίς να μπορεί να σύρει τα πόδια της.

Οι δανειστές μας στις κερκίδες έχουν ποντάρει σε άλλες ομάδες και κυρίως στη θωράκιση της δικής τους οικονομίας. Ο ελληνικός λαός δεν είχε αγοράσει καν εισιτήριο.  Ίσως οι παλαιοκομματικοί να παρακολουθούσαν τον αγώνα από την τηλεόραση (αν και δεν είμαστε σίγουροι ότι ακόμα υπάρχουν Τ.Ο. ΠΑΣΟΚ – αφού όλοι διορίστηκαν).

Τα παραπάνω είναι η μόνη ερμηνεία για το γεγονός ότι επιδιώκουμε επιτόκιο 3%, οι αντίπαλοι – μετά από τόσους μήνες – πρότειναν 3.8% και αυτές τις ημέρες αντί να επιτυγχάνεται προσέγγιση, οι ιδιώτες επενδυτές (διάβαζε «τοκογλύφοι») απαιτούν 4%.

Στημένο το παιγνίδι βρε!  Η ομάδα θα πέσει κι άλλη κατηγορία!  Θα κατηγορηθούν άραγε οι ποδοσφαιριστές, η διαιτησία, οι πρόεδροι?  Ή θα τιμωρηθούν μόνο οι θεατές-κάτοικοι αυτής της χώρας?

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Η ΓΙΑΓΙΑ

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.  Η ώρα ήταν ήδη επτά παρά τέταρτο.  Στη δουλειά έπρεπε να είναι στις επτά.  Πώς θα τα κατάφερνε?  ΄Ολα ήταν έτοιμα από το προηγούμενο βράδυ:  είχε κάνει μπάνιο, είχε επιλέξει τα ρούχα που θα φορούσε, είχε τακτοποιήσει την τσάντα της φροντίζοντας κυρίως να έχει ρίξει ένα γεμάτο πακέτο τσιγάρα και τον αναπτήρα που της είχε χαρίσει ο άντρας της στην τριακοστή επέτειο του γάμου τους.

Στον καθρέφτη είδε το πρόσωπο μίας πενηντάρας (και ... κάτι).  Ήταν το πρόσωπο μιας εργαζόμενης γυναίκας,
μητέρας και γιαγιάς.  Οι ρυτίδες δεν μπορούσαν πια να ξεγελάσουν ούτε την ίδια ούτε κανέναν άλλο για την ηλικία της.  Πέρασε το χέρι της πάνω από τις γραμμές του προσώπου και κυρίως πάνω από αυτές που χαραζόντουσαν στο πλάι των ματιών της.  ΄Ισως αν είχε προσέξει τον εαυτό της όταν ήταν πιο νέα, τώρα οι ρυτίδες να μην ήταν τόσο βαθιές.  Και ποιόν θα ξεγελούσε τώρα πια?  Στη δουλειά ήξεραν όλοι την ηλικία της και ήξεραν ότι μετρούσε πια μήνες για να βγει στην εφεδρεία και στη σύνταξη.

΄Εβλεπε στον καθρέφτη το γνωστό πρόσωπο και άρχισε να σκέφτεται τις  μέρες και τα χρόνια.  Τι έκανε στην ζωή?  Μια ευτυχισμένη οικογένεια.  Πολλές θυσίες.  Πρώτα για τον σύζυγο, ύστερα για τα παιδιά και τώρα για τα εγγόνια.  Η παρουσία της στη δουλειά ήταν μια μικρή κοροϊδία.  Τίποτα δεν πρόσφερε.  Η ίδια το ήξερε καλά.  Κι ας ξεγελιόντουσαν οι συνάδελφοί της ότι δήθεν η δουλειά τους είναι χρήσιμη στην κοινωνία και στον ΄Ελληνα πολίτη.  Εκείνη το ήξερε.  Κτυπούσαν την κάρτα το πρωί στη δουλειά και όλοι μετρούσαν τις ώρες και τα λεπτά για να φύγουν.  Ψέματα, είχαν και την ευκαιρία για κοπάνες, για ψώνια, για καφέ με κάποιον γνωστό κοντά στο γραφείο του οργανισμού.  Αν την ρωτούσες, τι είχαν τα συρτάρια του γραφείου της, θα ντρεπόταν να σου απαντήσει.  Τα συρτάρια δεν είχαν χαρτιά και έγγραφα, παρά μόνο μπισκότα και περιοδικά.

΄Αρχισε να σκέφτεται πώς μπορούσε να αξιοποιήσει τη μέρα της.  Είχε υποσχεθεί να ψήσει σπανακόπιτα για τα παιδιά της.  Θα αγόραζε σπανάκι από τη λαϊκή αγορά λίγα τετράγωνα μακριά από τα γραφεία του οργανισμού που δούλευε.  Θα πήγαινε πρώτα στο γραφείο να τη δουν οι άλλοι και, μετά, με την πρώτη ευκαιρία θα πεταγόταν και στη λαϊκή.  Δεν έπρεπε να ξεχάσει και τον άνηθο.

Η βουή του δρόμου της μιλούσε και της έλεγε ότι κι άλλοι πολλοί συνάδελφοί της είχαν βγει στον δρόμο και προχωρούσαν για να πιάσουν τα πόστα τους στις υπηρεσίες τους.  Αυτοί περπατούσαν αργά.  Οι άλλοι, οι ιδιωτικοί, περπατούσαν πιο γρήγορα.  Τους ξεχώριζες από τη ζωντάνια και την αποφασιστικότητα στο βήμα.

Εκείνη δεν είχε λόγο να βιάζεται.  Το μόνο που την απασχολούσε ήταν να μην ξεχάσει κάτι από τα ψώνια της ημέρας.  Άνηθος, φρέσκα κρεμμυδάκια, σπανάκι, ντομάτες, φρούτα. Το τρόλεϊ που χρησιμοποιούσε κάθε μέρα, θα την πήγαινε γρήγορα στη δουλειά.  Θα κτυπούσε γρήγορα την κάρτα της.  Θα έπινε αργά τον καφέ της.  Θα έλεγε γρήγορα καλημέρα στον προϊστάμενο.  Θα κοιτούσε γρήγορα αν υπήρχε κάποιο χαρτί στο γραφείο της για διεκπεραίωση.

Το κλίμα στο γραφείο ήταν ίδιο. Ίδιο και απαράλλαχτο όπως τόσα χρόνια.  Μουντό, ασπρόμαυρο.  Παρατήρησε ότι και τα ρούχα της ήταν μουντά:  γκρίζα φούστα ίσια, πουκάμισο μαύρο και φουλάρι γκρι πουά.  Το φουλάρι έκανε το σετάκι να είναι ενδιαφέρον. Ποιος θα την παρατηρούσε?  Κανείς.  Άλλωστε δεν είχε σημασία πια.  Στο γραφείο δεν υπήρχε κανένα χαρτί.  Ήταν καθαρό όπως το είχε αφήσει το προηγούμενο μεσημέρι.  Άρα θα μπορούσε να φύγει για τη λαϊκή νωρίτερα.

Άνηθος, φρέσκα κρεμμυδάκια, σπανάκι, ντομάτες, φρούτα.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Ο «ΧΑΛΙΜΑΣ»

Για μέρες απορούσα τι είναι ο «χαλιμάς», τον οποίο ανέφερε γραπτώς (!) ο Νίκος Παπανδρέου σε επιστολή του σε ηλεκτρονική εφημερίδα.  Οι συνειρμοί ήταν άλλοτε εύκολοι και άλλοτε πιο σύνθετοι.  Μήπως είναι κάποιος ενδο-πασοκικός κώδικας?  Μήπως είναι μια συγγενής λέξη με το «κατιμάς» ή με το «μπαγλαμάς»?  Μήπως προέρχεται από κάποιον νεώτερο Νενέκο, η ιστορία του οποίου μου διαφεύγει?

Οι προσπάθειες της ανάγνωσης (και μετάφρασης) με οδήγησαν σε περαιτέρω ανάλυση του κειμένου.  Η πρόταση του συγγραφέως ήταν «Ουδεμία σχέση είχε με "οικογενειακές" παρεμβάσεις. Αυτά είναι του χαλιμά.»  Παρεμφερείς προτάσεις θα μπορούσαν να είναι : «Αυτά είναι του κ....λου» ή «Αυτά είναι κολοκύθια» ή «Αυτά είναι παραμύθια».  Απέρριψα την πρώτη εκδοχή αμέσως γιατί δεν μπορούσα να δεχτώ ότι ο λόγιος συγγραφέας θα χρησιμοποιούσε τέτοιες εκφράσεις.  Η δεύτερη μου ταίριαζε καλύτερα.  Μέχρι που ανακάλυψα ότι η λέξη «παραμύθια» συνδυάζεται με τα παραμύθια της Χαλιμά.  Νάτο!  Αυτό εννοούσε μάλλον.  Πρόκειται λοιπόν για κακοποίηση ενός κύριου ονόματος θηλυκού γένους.

Έχω κάθε διάθεση να δικαιολογήσω τον αδελφό Παπανδρέου, όπως δικαιολογούσα και τον πρώην Πρωθυπουργό με τα σαρδάμ του.  Άλλωστε πια τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα μας της Ελλάδας είναι σοβαρότερα.  Επιτρέψτε μου όμως να σχολιάζω την πενία παιδείας και ποιότητας.  Αυτή είναι η εικόνα της νεοελληνικής ηγεσίας και κατ’επέκταση των κύκλων που την περιέβαλλε.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Γεννήθηκα το 1928.  O τοκετός είχε κρατήσει δύο χρόνια.  Τότε η Αθήνα ζούσε στον παλμό της Art Nouveau και μέχρι τον πόλεμο γνώρισα στιγμές δόξας μαζί με τους γείτονές μου στο Σύνταγμα, τη «Μεγάλη Βρετανία» και το «King George».   Γύρω μου η γειτονιά των Πατησίων έσφυζε από ζωή, γεμάτη θέατρα, κινηματογράφους, ζαχαροπλαστεία και αστικά σπίτια που τράβηξαν το όνειρο του επαρχιώτη για αστική ζωή.  Με λένε «ACROPOLE PALACE».

Το αγαπημένο μου κομμάτι ήταν οι μαρμάρινες σκάλες μου. Αυτές με στόλιζαν.  Αυτό όμως που μου έδινε ζωή ήταν ο κόσμος με τα ξένοιαστα γέλια του.  Μου άρεσε να κάθομαι το απόγευμα ανάμεσα στις κυρίες των Αθηνών που ερχόντουσαν για τσάι ή καφέ και για να κουτσομπολέψουν.  Οι φιλανθρωπικοί σύλλογοι οργάνωναν εκατοντάδες «τέϊα κυριών» κι έτσι ένιωθα ότι πρόσφερα στους φτωχούς της πόλης.

Οι ωραίες μου στιγμές ήταν τα βράδια με τις δεξιώσεις και τους χορούς.  Τι κέφι!  Νέοι και γέροι τιμούσαν τις μεγάλες μου αίθουσες με την παρουσία τους, με σαμπάνιες και χορό μέχρι το πρωί.  Ρεβεγιόν Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και οι αγαπημένες μου Απόκριες.

Πέρασα και δύσκολα, όταν προσπάθησαν να με ανακαινίσουν – για να με σώσουν, μου είπαν – το 1966 και το 1989.

Από τις τελευταίες εκδηλώσεις που υποδέχτηκα ήταν ο Αποκριάτικος χορός των μελών του Mobil Club, νομίζω το 1985.  Άντρες και γυναίκες, συνταξιούχοι και εν ενεργεία εργαζόμενοι.  Η μεγάλη σάλα μου είχε ετοιμαστεί από νωρίς κάτω από το ακούραστο μάτι του Maitre d’.  Τα ώριμα  γκαρσόνια με τη σχολαστικότητα που είχαν μάθει από τη νεανική τους ηλικία φόρεσαν τα μαύρα φράκα και τα ολόλευκα πουκάμισα.  Θυμάμαι κι ένα κορίτσι ανάμεσα στις παρέες των εργαζομένων.  Τίποτα σπουδαίο.  Τα είκοσι πέντε της χρόνια ήταν όλη της η ομορφιά.

Από το 1999 με «φροντίζει» το Υπουργείο Πολιτισμού.  Όταν είχα ακούσει τα μαντάτα, μου κόπηκαν τα πόδια, έτριξαν τα παρκέ μου.

Τα συναισθήματά μου ήταν μπερδεμένα όταν με επισκέφτηκε ο Κωστής, το πρεζόνι, για να κάνει ένεση.  Μελαγχόλησα όταν τον είδα να φέρνει για παρέα και τη φίλη του Ε.  Δεν είχα χέρια, ούτε δύναμη ψυχής να τους σταματήσω.  Οι λαμαρίνες που με είχαν τυλίξει τις ένιωθα σαν χειροπέδες, με έπνιγαν.  Για να γλυτώνω από αυτές τις εικόνες, έρριχνα το βλέμα μου στην Πατησίων και στο Πολυτεχνείο.  Το κτίριο του Πολυτεχνείου, έσκυβε το κεφάλι κι εκείνο με ντροπή.  Κουκουλοφόροι, ΜΑΤ, φωτιές σε κάδους, θλιμμένοι άνθρωποι, θλιμμένα κτίρια.  Η θλίψη τύλιξε και μένα, οι εξωτερικοί μου τοίχοι άρχισαν να μαυρίζουν.  Ακόμα και οι λαμαρίνες-χειροπέδες έγειραν παραδομένες.  Με σκότωναν αργά.  Το χειρότερο ήταν ότι κι εγώ ήθελα πια να πεθάνω.

Διάλεξα ένα ήσυχο απόγευμα, την ώρα που οι κρατικές υπηρεσίες κοιμούνται και η Πατησίων αδειάζει.  Υπήρχε πλάνο. Εγώ άναψα τη φωτιά το απόγευμα της προηγούμενης Δευτέρας.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ


Η μπλόφα είναι παλιό παιγνίδι χαρτιών.  Η λέξη όμως «μπλόφα» έχει την ετυμολογία της στις αγγλικές και γαλλικές λέξεις «bluff» που σύμφωνα με την Wikipedia σημαίνει «a type of deception» δηλαδή «τύπος δόλου» ή «εξαπάτησης» ή «απάτης».

Αν παίζεις χαρτιά π.χ. πόκερ, η μπλόφα είναι χρήσιμη, γιατί ίσως και να κερδίσεις.  Στην πολιτική επίσης αν μπλοφάρεις, μπορεί και να κερδίσεις.  Στην πολιτική ζωή υπάρχουν πολλές μορφές μπλόφας:  «Κάνω δημοψήφισμα». «Φεύγω αλλά μένω». «Θα φύγω πριν τις εκλογές». «Είμαι αντιμνημονιακός» (αλλά έχω ψηφίσει το μνημόνιο).  «Να συναινέσετε αλλιώς δεν θα σας εγκρίνουμε τη δόση». «Θα επιβάλω φόρο Τόμπιν».  Δηλαδή η μπλόφα είναι ένα κολπάκι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και εφαρμόζεται από δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς.

Στη σύγχρονη μας ιστορία, η μπλόφα χρησιμοποιήθηκε για το ανεβοκατέβασμα των spreads, για να υπογραφούν το μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο, η δανειακή σύμβαση και ο εφαρμοστικός νόμος κ.ά.

Έχει όμως παρατηρηθεί όμως ότι και λίγες ημέρες πριν την εκάστοτε άφιξη της «τρόικας», γίνονται συζητήσεις για επίπονα νέα μέτρα.  Μπλόφα και πάλι.  Όλοι παίζουν στο παιγνίδι.  Έλα όμως που το πήραμε χαμπάρι!  Αυτές τις ημέρες παρακολουθούμε την μπλόφα για τον 13ο και 14ο μισθό, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, μείωση του μη μισθολογικού κόστους, τριετές πάγωμα μισθών και προϋπηρεσίας.

Όταν η μπλόφα είναι πασίδηλη, ΔΕΝ είναι μπλόφα.  Είναι εμπαιγμός!

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ = ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΛΑΘΗ

Οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα σπίτια τους και ψάχνουν σιωπηλά να δείξουν πολιτική ωριμότητα, νηφαλιότητα και αισιοδοξία.  Είτε ήδη άνεργοι, είτε εν δυνάμει άνεργοι, είτε υποβαθμισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, είτε εξαθλιωμένοι συνταξιούχοι έχουν καταδικάσει πια το 2012 και περιμένουν το 2013.  Ακούν για το γρηγορόσημο ακόμα και στο Νεκροτομείο και για το περιστατικό με τον κ. Κουλούρη και καταλαβαίνουν ότι ούτε οι θυσίες που έκαναν ούτε και οι μελλοντικές, θα λύσουν το πρόβλημα.  Όσο ζουν οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, ΚΑΝΕΝΑ μέτρο δεν θα βοηθήσει.

Την ίδια ώρα η κυβέρνηση και οι τεχνοκράτες που προσπαθούν να βελτιώσουν το bottom-line (!), ζουν μέσα στην αποτυχία τους.  Το ένα λάθος φέρνει το άλλο.

Ο αποτυχημένος επιχειρηματίας αυξάνει τις τιμές στα προϊόντα του για να αυξήσει τον τζίρο του, ρίχνει την ποιότητα υπηρεσιών και πρώτων υλών, απολύει προσωπικό, καταργεί την εκπαίδευση, αφήνει απλήρωτους τους προμηθευτές, στηρίζει τη βιωσιμότητα της επιχείρησής του σε δάνεια κ.λπ. Εύκολο?  Πανεύκολο.   Το αποτέλεσμα είναι να απογοητεύει τους πελάτες και μακροπρόθεσμα να χάνει ακόμα περισσότερο.

Αλλά και το κράτος τι κάνει?  Αυξάνει τους άμεσους και έμμεσους φόρους, κάνει τα στραβά μάτια στη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, καταργεί συντάξεις και μισθούς, στηρίζει τη βιωσιμότητά του σε δάνεια κ.λ.π. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργεί μια ατέρμονη ύφεση που με τη σειρά της δημιουργεί ακόμα λιγότερα έσοδα.

Ίδια λάθη, ίδια σκ.....

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ?

Κοιτάξτε.  Πρέπει να σας το εξηγήσω.

Άντρες είναι αυτά τα ονειροπαρμένα όντα που όταν αισθάνονται ασφαλείς στη στεριά ονειρεύονται να γίνουν ναυτικοί.
΄Εχουν σπίτι στη θάλασσα και μελετούν την αγορά ενός σπιτιού στο βουνό.
Δεν μπορούν να περπατήσουν χωρίς να λαχανιάσουν πάνω από δύο χιλιόμετρα, αλλά διαβάζουν περιοδικά για το κυνήγι γιατί θα γίνουν κυνηγοί.
Δεν έχουν ούτε ευρώ στην τράπεζα αλλά θυσιάζονται για ένα ακριβό αυτοκίνητο.
Δεν γυρίζει γυναίκα να τους κοιτάξει, αλλά πιστεύουν ότι αύριο μπορούν να κυκλοφορήσουν με την Κλωντια Σιφφέρ.
Κάθε μήνα ξεκινούν γυμναστήριο αλλά μετά τις τρεις φορές, προτιμούν να πιουν καφέ με τους κολλητούς στην καφετέρια και δεν ξαναπατούν στο γυμναστήριο.
Σχεδιάζουν ότι το επόμενο καλοκαίρι θα νοικιάσουν ιστιοπλοϊκό αλλά καταλήγουν να κάνουν διακοπές στο χωριό στο πατρικό τους.
Αν ήταν υπουργοί, θα είχαν λύσει όλα τα προβλήματα του υπουργείου.
Αν ήταν τρομοκράτες θα καθάριζαν όλους τους επιχειρηματίες και τους δημοσιογράφους.
Διστάζουν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή στέγη και αποφασίζουν να το κάνουν μόνο όταν βρουν μια καινούρια μαμά, για να την αντικαταστήσουν κι αυτήν - μετά τα επτά χρόνια φαγούρας - με μια μικρότερη χαριτωμένη.
Πάνε για ψώνια στο σούπερ μαρκετ για να αγοράσουν ΜΟΝΟ υγρό για τα τζάμια και εκτός από το υγρό για .... τα πατώματα, αγοράζουν, επαναφορτιζόμενες μπαταρίες, γυαλιστικό αυτοκινήτου, τσιπς, φυστίκια, μπύρες και πληρώνουν αντί 2 ευρώ, τουλάχιστον είκοσι.
Χαίρονται να πατούν γκάζι σε όλες τις ακατάλληλες στιγμές για να ανεβάσουν την αδρεναλίνη τους.
Μιλούν για ποδόσφαιρο ως τεχνικοί του αθλήματος.  Το ίδιο όμως και για το μπάσκετ και για το βόλεϊ.  Α ναι, και η συγχρονική κολύμβηση είναι «χορευτικό».
Κρατούν το τσιγάρο και ρουφούν τον καπνό σαν να κρατούν στα χέρια τους τον κόσμο.
Ντρέπονται να κλάψουν αλλά δεν ντρέπονται να κάνουν καβγά στον δρόμο για μια θέση πάρκινγκ.

Τελικά άντρες είναι αυτά τα όντα που μένουν πάντα παιδιά.

Μας αρέσουν όμως γιατί κατά βάθος είναι αισθηματίες, καλοί φίλοι, αγαπούν τη μαμά τους και γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτούς.

Τέλος η διατριβή

P.S.: Photo from http://www.wilddog.com.au/

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

ΕΘΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Ο Αθηναίος και ο επισκέπτης της πόλης των Αθηνών περνά μπροστά από το κουφάρι του εργοστασίου ΦΙΞ στη Λεωφόρο Συγγρού και είτε γυρίζει το κεφάλι μετά βδελυγμίας προς άλλη κατεύθυνση, είτε το κοιτά με οικτιρμό, είτε παρατηρεί με διερευνητικό μάτι για κάποια νέα κίνηση εργασιών στο εργοτάξιο είτε ... δεν το προσέχει καν.  Οι αρμόδιοι και κυβερνώντες σίγουρα ανήκουν στην τελευταία κατηγορία.  Περνούν, ξαναπερνούν και δεν το βλέπουν.  Το εγκαταλελειμμένο κτίριο χωρίς ζωή, χωρίς πρόσφατο παρελθόν αλλά με πλούσια ιστορία έχει γίνει αναπόσπαστο  κομμάτι του τοπίου και περνά απαρατήρητο.

Το κτίριο κατασκευάστηκε από τον Κάρολο Φιξ το 1893 στις όχθες του Ιλισσού που περνούσε από την οδό Καλλιρρόης.  Οι παλιές φωτογραφίες της Αθήνας δείχνουν ότι η περιοχή τότε ήταν σχεδόν άκτιστη.  Ακόμα κι όταν  άρχισε το όργιο δόμησης, για πολλά χρόνια η περιοχή διατηρήθηκε με μονοκατοικίες, μέχρι που υπέκυψε στο κτίσιμο των πολυκατοικιών λόγω της αστυφιλίας.  Οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου ανέθεσαν την ανακατασκευή του κτιρίου στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο τη δεκαετία του ’50.  Έτσι το κτίριο που βλέπουμε σήμερα (ή, τέλος πάντων, ό,τι έχει απομείνει) είναι δικό του δημιούργημα με τα χαρακτηριστικά του μεταπολεμικού μοντερνισμού.  Άλλο γνωστό έργο του ήταν το Θέατρο του Λυκαβηττού. Οι Αθηναίοι την εποχή της κατοχής, όταν χτυπούσαν οι σειρήνες, έτρεχαν στα υπόγεια του εργοστασίου για προστασία.

Οι πιο παλιοί Αθηναίοι θυμούνται ακόμα τη μυρωδιά της βύνης μέχρι τη δεκαετία του ’70, οπότε σταμάτησαν να λειτουργούν οι μηχανές του.  Η εκκένωση του κτιρίου – τότε ήταν ακόμα σε εξαιρετική κατάσταση – έφερε σιγά σιγά με τα χρόνια τη φυσική φθορά.  Κατά καιρούς πρόσφερε στέγη σε άστεγους και γάτες.

Εδώ και 10 χρόνια, το κτίριο και η τύχη του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης βρίσκονται στα χέρια του κράτους και των συνεργαζόμενων εργολάβων.

Η ψυχή της Αθήνας περιμένει την ημέρα που θα εγκαινιαστεί το νέο Μουσείο και θα στολίζει το κέντρο της πόλης.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΕΣ

Απλώνεις το χέρι και πιάνεις ένα μανταρίνι μέσα από το καλάθι με τα φρούτα.  Και τότε αρχίζει η μαγεία, μια μαγεία ανεξήγητη γιατί η μυρωδιά του σε γυρίζει πίσω, στην εποχή της ανεμελιάς.
Ο κήπος μεγάλος - ή τουλάχιστον έτσι σου φαινόταν – βρισκόταν στην απόλυτη φροντίδα της γιαγιάς Ισμήνης. Και στην υπομονή του Κλεάνθη που ερχόταν .... Να δεις λοιπόν ότι θυμάμαι πως ερχόταν κάθε Τρίτη. Έμενε στη Δευτερά έξω από τη Λευκωσία. Τριανταφυλιές, γιασεμιά, πυράκανθοι, εποχιακά αλλά και τα απαραίτητα, πορτοκαλιές, λεμονιές, ελιές, ροδιές και μανταρινιές δημιουργούσαν μια καταπράσινη όαση στην ξερή Λευκωσία.
Η παρέα ελεύθερη στον κήπο, μετά το Κυριακάτικο μεσημεριανό φαγητό με τους «μεγάλους».  Οι μικρότερες να κρεμόμαστε από τα χείλη των πιο μεγάλων, που προσπαθούσαν να μας απασχολήσουν για να μπορέσουν οι «μεγάλοι» να πουν τα δικά τους.  Οι περισσότερες κουβέντες μας γίνονταν κάτω από τις μανταρινιές στο πάνω διάζωμα του κήπου.  Δούλευαν οι γλώσσες, δούλευαν και τα χέρια ταυτόχρονα που έκοβαν και καθάριζαν τα μανταρίνια.  Η ιεροτελεστία συνέχιζε μέχρι που ο ήλιος έφευγε για ξεκούραση και τη θέση του έπαιρνε το μούχρωμα του ψυχρού Λευκωσιάτικου δειλινού.
Τα παιδικά χέρια μύριζαν ακόμη μανταρίνι ακόμα κι όταν ερχόταν η ώρα του βραδινού ύπνου.
Δέσπω, Μάρω, Τέρψη, Αννούλα, μυρίζουν ακόμα τόσο όμορφα τα μανταρίνια στη Λευκωσία?