ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΒΟΤΑΝΑ

Φώναζε την πραμάτεια του με ενθουσιασμό.  Απαρριθμούσε τα προϊόντα με φωνή δυνατή και σίγουρη.  Μικρός πάγκος για τα πλούσια αρωματικά του.  Μεγάλη ψυχή μέσα από τα τριμμένα ρούχα.  «Ρίγανες, χαμομήλια, τσάι του βουνού.»  «Ρίγανες, χαμομήλια, τσάι του βουνού.»

Η μπόχα από το τσιγάρο που είχε ποτίσει το κορμί και τα πνευμόνια του μπερδευόταν με το άρωμα της ρίγανης, της λεβάντας και του θυμαριού.  Τα κίτρινά του δάκτυλα χάιδευαν τα προϊόντα του με αγάπη.  Οι πελάτες πλησίαζαν για να αγοράσουν κάποιο αρωματικό για την κουζίνα και τα συρτάρια.  Μια πρέζα λεβάντας στη μύτη ήταν αρκετή για να αντέξουν τον γέρο και να ακούσουν τις ιστορίες του. Τα μάτια του κοίταζαν τις νοικοκυρές θολά από την κούραση των χρόνων.

Τους διηγόταν ιστορίες από το κυνήγι για τα λαβωμένα πουλιά που βρίσκαν ανακούφιση στα θρύμματα της ρίγανης.  Για τα άγνωστα μονοπάτια που έκρυβαν κρυφές εκπλήξεις.    Συμβουλές για τις νοικοκυρές.  Συνταγές για την κουζίνα.  Κόλπα για το ψήσιμο του κρέατος.  Γιατροσόφια από το βράσιμο των καρπών της γης.

Μιλούσε τρίβοντας και καθαρίζοντας τη ρίγανη.  Η μια πελάτισσα πείστηκε να αγοράσει και τσάι του βουνού.  Η άλλη πήρε διπλή ποσότητα ρίγανης για να φτιάξει και ρόφημα.  Ένας τρίτος πελάτης με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, πλησίασε τον πάγκο μόνο για να ακούσει τις ιστορίες.

«Να σε κεράσω ένα τσιπουράκι?», του πρότεινε ο άγνωστος μόλις έφυγαν οι κυράδες.

Ο γέρος σήκωσε τα θολά γέρικα μάτια και του χαμογέλασε λοξεύοντας ελαφρά τα χείλια του.  Το χαμόγελο ήταν αρκετό.  Η ιδέα για κάνα-δυο τσιπουράκια ήταν τέλεια.

«Κάτσε να τα μαζέψω.  Πέρασε κι η ώρα.»

«Θα σε περιμένω στο καφενείο.»

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο άγνωστος από τη γωνιά που καθόταν είδε τον γέρο να μπαίνει στο καφενείο.  Τα τσίπουρα με ένα μπωλάκι ελιές και κομμάτια ψωμί έφτασαν αμέσως από την καφετζού.

«Πούλησες αρκετά σήμερα?»

«Δόξα τω Θεώ.»

«Από που τα μαζεύεις?»

«Εδώ κοντά στα Μεσόγεια.  Η Αττική είναι γεμάτη.  Σάμπως έχω τίποτις άλλο να κάνω?  Ξεκινώ νωρίς νωρίς τις μέρες που δε στήνω τον πάγκο.  Βρέξει, χιονίσει, ζέστη, κρύο.  Ανεβαίνω στα γνωστά μονοπάτια μιλώντας στο Θεό.»

«Σε ακούει?»

«Αν μ’ ακούει, λέει.  Τον έχω αναγκάσει να μου απαντά κιόλας.»

Ο άγνωστος ανατρίχιασε αλλά δεν το παραδέχτηκε.  Προτίμησε να γελάσει σαρκαστικά.  «Σιγά ρε μπάρμπα.»

«Ο Θεός είναι παντού, φίλε.  Του κάνω παράπονο για τον πόνο των αρθριτικών και με τσιμπάνε τ’αγκάθια.  Κλαίω για τη γυναίκα που την έχασα νέα και τότε αρχίζει να βρέχει.  Του ζητώ να σταματήσει η βροχή και στολίζει τον ουρανό με ουράνιο τόξο.  Έρχεται η ώρα να ξεράνω τα βότανα κι ο ήλιος καίει.  Ποτέ δεν είμαι μόνος μου πάνω στα βουνά.  Πάντα έχω το Θεό να μου κάνει παρέα.  Πάντα έχω τη μοναξιά μου για παρέα».

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

1821, XΡΟΝΙΑ ΔΟΞΑΣΜΕΝΑ

Άραγε πόσες να ήταν οι ημέρες της επανάστασης και του ηρωισμού και πόσες των εμφυλίων συρράξεων και της διαφθοράς από το 1821 έως το 1830?

Άραγε τι είναι αυτό που έχει χωθεί στο DNA του Έλληνα για να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη με αποτέλεσμα να διασύρεται διεθνώς?

Εμπαιγμός των δανειστών στα πρώτα δάνεια της ελεύθερης Ελλάδας τον 19ο αιώνα.  Μακροπρόθεσμα αύξηση του χρέους μας με βάση τους όρους του δανείου τον 21ο αιώνα.

Κατασπατάληση των δανείων σε ημέτερους από τους αγγλόφιλους πρώτους πολιτικούς της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια.  Κατασπατάληση του κρατικού προϋπολογισμού για χάρη των πελατειακών εξυπηρετήσεων στη σύγχρονη Ελλάδα.

Χρίσμα στον Κουντουριώτη.  Χρίσμα και στον Παπανδρέου.

Προστάτιδες δυνάμεις και αντιβασιλείς τότε.  Τρόικα και task force τώρα.

Ειδικά δικαστήρια που καταδίκαζαν ήρωες του ‘21.  Εξεταστικές επιτροπές που ψάχνουν για ψέματα και μεθοδεύσεις στα τύφλα το 2012.

Καλή Λευτεριά, εύχονταν οι Σουλιώτες.
Καλή Λευτεριά, φωνάζουμε και τώρα.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΑΝΑΚΤΟΡΟΝ

«Τα σέβη μου, μεγαλειοτάτη».

«Καθίστε, φιλτάτη.  Επιτρέψτε μου να σφραγίσω την επιστολήν προς την οικογένειάν μου πρώτα.  Κατόπιν, θα επιθυμούσα να περιπατήσωμεν ολίγον εις τον πίσω κήπον».

«Μετά χαράς, μεγαλειοτάτη.  Με όλο το σέβας εις την μεγαλειότητάν σας, διερωτώμην ποίος ήταν ο σκοπός της προσκλήσεώς σας προς την ταπεινότητάν μου.»

«Ω, αγαπητή κυρία.  Ειλικρινώς, μετά από ολίγους μήνες παραμονής εις την πόλιν των Αθηνών, ησθάνθην μιαν μοναξιάν.  Προσέξτε αυτό το σπίτι που ευγενώς, ομολογουμένως, παρεχωρήθη από την οικογένειαν Δεκόζη Βούρου εις τον σύζυγον κι εμέ δια την διαμονήν μας.  Πρόκειται δια μιαν απλοϊκήν κατοικίαν που δεν ημπορεί να συγκριθεί με το πατρογονικόν μου.  Ο μεγαλειότατος είναι καθημερινώς απησχολημένος με τας υποθέσεις του νέου κράτους της ελεύθερης πλέον Ελλάδος, οπότε έχω πολύν ελεύθερον χρόνον.  Σκεφθήκαμε, λοιπόν, οι μεγαλειότητές μας να οργανώσωμεν χοροεσπερίδαν δια να τιμήσωμεν τους ήρωας της Ελλάδος.  Ο μεγαλειότατος και σύζυγός μου θεωρεί ότι οι υπερήφανοι Έλληνες, αν και άξεστοι, θα εκτιμήσουν την χειρονομίαν του βασιλικού ζεύγους».

«Από εμέ, τι θα θέλατε, μεγαλειοτάτη?»

«Την γνώμην σας, κυρία.  Μια και αρχίσαμε την συζήτησιν, πριν υπάγομεν εις τον κήπον, ακολουθείστε με εις την αίθουσαν του θρόνου».

«Μεγαλειοτάτη, είστε βεβαία?  Με τιμάτε!»

«Αφήστε τους τύπους, κυρία, κι ελάτε μαζί μου.  Ακουμπήστε το τσαντάκι σας στο τραπέζι στο σαλονάκι μου.  Ας κλείσω και την πόρταν του προσωπικού μου secretaire.  Περάστε.

Πώς σας φαίνεται, η αίθουσα του θρόνου?»

«Μεγαλειοτάτη, εις τους δικούς μου οφθαλμούς είναι μεγαλοπρεπής.  Δεν θα τολμούσα να την συγκρίνω με κάποιον χώρο της πατρικής μου οικίας.»

«Αντιλαμβάνομαι, κυρία.  Η μικρή πόλις των Αθηνών με τους 20,000 κατοίκους διαθέτει μόνον δρόμους γεμάτους λάσπες και ταπεινά ξύλινα σπίτια εις την Πλάκαν με εσωτερικάς αυλάς. Αυτό εδώ το οίκημα είναι ένα από τα ολίγα που ημπορούσαν να φιλοξενήσουν ημάς, το βασιλικόν ζεύγος.  Τι θα λέγατε, λοιπόν, δια τον χορόν?  Πόσοι και ποίοι πρέπει να προσκαλεσθούν?  Όπως αντιλαμβάνεσθε, ο τελικός κατάλογος θα αποφασισθεί από τον σύζυγόν μου και τους αντιβασιλείς, η γνώμη όμως και του λαού με ενδιαφέρει.  Μη μου απαντήσετε αμέσως.  Ως προς τον αριθμόν των καλεσμένων, υπολογίζω ότι δεν θα ημπορούσε να ξεπεράσει τους πεντήκοντα.

Ας το συζητήσωμεν κάτω εις τον κήπον.  Ο μεγαλειότατος εφρόντισεν ευτυχώς να υπάρχει παγκάκι παρά το μικρό μέγεθος του κηπαρίου.  Αδημονώ να ιδώ τον νέον κήπον με τα βασιλικά ανάκτορα που ετοιμάζονται.  Ας κατέλθωμεν.

 Έλεγα, λοιπόν, ότι θα ήθελα να μου πείτε την γνώμην σας και να ερωτήσετε και τον αξιότιμον πατέρα σας.  Θα επιθυμούσα να παρευρίσκονται οι σεβαστοί Κανάρης και Κολοκοτρώνης, εις τους οποίους έχω ιδιαίτερην αδυναμίαν, αλλά είμαι βεβαία ότι ο μεγαλειότατος και οι Αντιβασιλείς θα επιθυμούσαν και τους αρχηγούς των κομμάτων.»

           
--------------------------------------------


Έτσι φαντάστηκα, αγαπητοί, ένα δειλινό από τη ζωή της Αμαλίας στο μέγαρο της οδού Παπαρρηγοπούλου 5 μετά την επίσκεψή μας στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών.  Συγχωρέστε μου τα λάθη στην καθαρεύουσα που έχουμε ξεχάσει πια, αλλά φαίνεται κάπου έχει μείνει αποθηκευμένη στο σκληρό δίσκο του εγκεφάλου.

Πώς τελείωσε αυτό το δειλινό της Αμαλίας?  Ας αφήσουμε τη φαντασία μας να ταξιδέψει.

-----------------------------------------------
Για να προσγειωθούμε σε γλώσσα και καταστάσεις της εποχής μας, η Αμαλία αν ζούσε στην Αθήνα του 21ου αιώνα, δεν θα σφράγιζε επιστολή στους γονείς της, αλλά θα έστελνε e-mail. Δεν θα έκλεινε το secretaire αλλά το laptop.  Δεν θα καλούσε πενήντα επισήμους αλλά πεντακόσιους πενήντα.  Δεν θα καλούσε την κυρία επί των τιμών στο σαλονάκι της αλλά θα είχαν πάει για καφέ στo Da Capo. O tempora o mores!

(Υ.Γ.:  Ο πίνακας της εισαγωγής είναι μέρος της πλούσιας συλλογής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.  Τους ευχαριστώ για την όμορφη ξενάγηση του Σαββάτου).

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΑΣ

Όσο κι αν το κέντρο της Αθήνας δείχνει σημάδια παραίτησης, η αγάπη μου για τις γνωστές γειτονιές υπάρχει και μεγαλώνει.  Έτσι!  Σε πείσμα όσων προσπαθούν ηθελημένα ή αθέλητα να πετύχουν το αντίθετο.

Οι εικόνες γνωστές.  Η μια όψη της πόλης περιλαμβάνει τα σπασμένα μάρμαρα, τα καμένα κτίρια, κλειστά μαγαζιά, ζωγραφισμένες βιτρίνες, παραεμπόριο. Επαίτες στοιχισμένοι σε ίσες αποστάσεις.  Πανομοιότυπες εικόνες της μάνας καθισμένης οκλαδόν με ένα μωρό αγκαλιά.  Συνήθως όρθια ερείπια τις πρωινές ώρες με σερνάμενα πόδια οι ναρκομανείς.

Τελευταία ανάμεσά τους κινείται μια αλλιώτικη φιγούρα.  Μια ηλικιωμένη κυρία «καλοβαλμένη», με καμηλό παλτό και μαλλί κομμωτηρίου.  Την πρώτη φορά, στη Βουκουρεστίου στο ύψος περίπου της Στοάς Σπύρου-Μήλιου, με είχε πλησιάσει με πονεμένο ύφος.  Μου φάνηκε ότι είχε να μου κάνει μόνο κάποια ερώτηση. Με έκπληξη όμως κατάλαβα ότι επαιτούσε.  Πρόλαβε να μου πει «πόσο λυπάται γι’αυτό που αναγκάζεται να κάνει, και να’ξερα ποια είναι!»  Δεν τη ρώτησα ποια είναι, αλλά ενστικτωδώς της πρόσφερα το κουλούρι που μόλις είχα αγοράσει στην προηγούμενη γωνία Καραγεώργη Σερβίας.  Είχαμε χαριεντιστεί και με την κουλουρού γιατί τα κουλούρια της ήταν μεγαλύτερα από άλλες μέρες.  Η άγνωστη κυρία, αφού μάλλον σάστισε για λίγα δευτερόλεπτα με την προσφορά μου, αρνήθηκε, με τη δικαιολογία ότι «δεν μπορεί να φάει».  Τη δεύτερη φορά που συνάντησα την «κυρία με το καμηλό παλτό», την απέφυγα. Μπήκε κι αυτή στις εικόνες που προσπερνάς όταν περιδιαβάζεις στο κέντρο της πόλης.

Η άλλη όψη της πόλης είναι αυτή της πόλης που προσπαθεί να ζήσει.  Να ξαναγεννηθεί.  Κανένας δεν μπόρεσε να σταματήσει τον αθηναϊκό ήλιο να λάμπει σήμερα.  Κανένας δεν σταμάτησε τις νεαρές μητέρες να κατεβούν στο ηλιόλουστο κέντρο με τα μωρά στα καροτσάκια.  Κανένας δεν σταμάτησε τους αδελφούς Βασιλόπουλους να ξαναφτιάξουν δίπλα στο παλιό τους μαγαζί στο καμένο κτίριο του ΑΤΤΙΚΟΝ καινούριο κατάστημα Delicatessen – και, γιατί όχι, καλύτερο.  Κανένας δεν σταμάτησε εκατοντάδες κόσμου να επισκεφθούν το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών για ξενάγηση και μια ημερίδα.

Κι αυτό επανάσταση είναι, χωρίς παντιέρες και φανφάρες!
 

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

ΜΑΛΛΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

Μύρισε όλη η γειτονιά και άρχισαν να μου τρέχουν τα σάλια.  Καμένη ζάχαρη, άσπρο και ροζ μπαμπάκι.  Την εποχή που ήμασταν παιδιά θυμάμαι ότι έκανα σαν τρελή, αν και με ενοχλούσε το γαργαλητό στη μύτη.  Το ποπ κορν δεν μου έλεγε τίποτα.  Ενώ το μαλλί της γριάς ...... Μήπως γιατί μου θύμιζε τα μαλλιά της γιαγιάς?

Κοντό καλτσάκι, σοσόνι ή σανταλάκι το καλοκαίρι με σκληρές φτέρνες.  Ήταν η εποχή που δεν είχα μάθει το πεντικιούρ.  Ήταν η εποχή της αθωότητας.  Ήταν η εποχή που νόμιζα ακόμη ότι ο κόσμος με συμπαθεί γι’αυτό που είμαι.  Ίσως πάλι πράγματι ο κόσμος με συμπαθούσε γι’αυτό που ήμουνα.  Και τότε?  Πότε άλλαξαν όλα αυτά? Πότε ο κόσμος άρχισε να κρίνει μόνο από τα ρούχα μας ή το μανικιούρ και το πεντικιούρ?  Πότε το μαλλί της γριάς έγινε κάτι «βρώμικο» και πότε απέκτησε πολλές θερμίδες?  Πότε μας πήρε το ποτάμι και μας έριξε, μας έχυσε, στη θάλασσα και χαθήκαμε?

Μετρώ τις δεκαετίες και τις υπολογίζω δέκα-δέκα χρόνια.  Τη δεκαετία του ’60, αθωότητα. Τη δεκαετία του ’70, αναζήτηση.  Τη δεκαετία του ’80, μάθηση.  Τη δεκαετία του ’90, δημιουργία.  Μέχρι που μπήκε ο νέος αιώνας και ισοπεδώθηκαν όλα, η προσγείωση.  Τότε ήταν που καταλάβαμε ότι έπρεπε να μείνουμε θεματοφύλακες της αθωότητας και να μην αντιγράψουμε αυτούς που την πολέμησαν.  Αυτούς που έβγαλαν λεφτά από την ενοχή και την απάτη.  Αυτούς που λοιδορούσαν εμάς που ζήσαμε την αθωότητα, την αναζήτηση και τη δημιουργία.  Πού ήταν όλοι αυτοί τη δεκαετία του ’60?  Πουθενά.  Στο σκοτάδι του μίσους, της ανέχειας και του φθόνου.

Στο λιμανάκι της Βάρκιζας, ο πλανόδιος ζαχαροπλάστης γέμισε με μυρωδιές από το μαλλί της γριάς την περιοχή.  Οι περιπατητές προσπερνούν αδιάφορα.  Εγώ όμως ταξιδεύω στην εποχή που παρακαλούσα τους γονείς για λίγο μαλλί της γριάς.  Τότε που έπρεπε να το μοιραστώ με την αδερφή γιατί ήξεραν ότι δεν θα μπορούσα να το φάω όλο μόνη μου.   Και η αδερφή, ήθελε δεν ήθελε, έπρεπε να το μοιραστεί μαζί μου αντί να φάει καλαμπόκι ή ποπ κορν που τα προτιμούσε.  Φορώντας τα ίδια ρούχα, ίδιο ύφασμα, ίδιο σχέδιο σαν δίδυμες ή φορώντας ή μια τα πιο παλιά ρούχα της άλλης.  Εποχή που ακόμη και οι «πλούσιοι» τα μετρούσαν όλα και τα εκτιμούσαν όλα.

Αθώες εποχές, γεμάτες με τις μυρωδιές της αθωότητας.

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ

Η καλοκαιρινή μέρα ξεκίνησε περίεργα για τον «Τεχνοκράτη».  Ζέστη, υγρασία και μια ανεπιθύμητη πρόσκληση στο Υπουργείο.  Όσο κι αν προσπαθεί ένας τεχνοκράτης να αποφύγει την επικοινωνία και τη συνεργασία με υπουργεία, υπηρεσίες και δημόσιους φορείς, σε μια μακρόχρονη καριέρα, δεν θα το αποφύγει.

Το αντικείμενο της συνάντησης δεν ήταν ευχάριστο, και το χειρότερο, δεν ήταν παραγωγικό.  Πιθανόν θα βρισκόταν να απολογείται για αποφάσεις που δεν πήρε.  Ο Θεός, όμως, αγαπά τον κλέφτη, αγαπά και το νοικοκύρη.  Στην περίπτωση, ο Θεός αγαπά τον «αρμόδιο», αγαπά και τον τεχνοκράτη.  Η συνάντηση τελείωσε γρήγορα.  Ο «Τεχνοκράτης» βγήκε κερδισμένος με λυμένες τις παρεξηγήσεις, έμμεση αναγνώριση του έργου του και σιωπηλά συγχαρητήρια.

Μετά τη σχοινοβασία, η αναγνώριση για το έργο του εκφράστηκε με την «επιθυμία του κ. Υφυπουργού να τον γνωρίσει».  Ο «Τεχνοκράτης» του ιδιωτικού τομέα μέχρι εκείνη την υγρή ημέρα που επισκέφθηκε τους τριτοκοσμικούς χώρους του Υπουργείου, δεν είχε επισκεφθεί τους «πάνω ορόφους».  Είναι γεγονός ότι ο Υφυπουργός δεν ζούσε σε χλιδή.  Σίγουρα πάντως ζούσε σε άλλο κόσμο.  Ζούσε οφθαλμοφανώς σε έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που είχε συνηθίσει να εργάζεται ο «Τεχνοκράτης».

Πίσω από τη βαριά πόρτα με τη συνοδεία υψηλόβαθμου στελέχους του Υπουργείου, ο χώρος υποδοχής στο γραφείο του κ. Υφυπουργού θύμιζε σαλόνι αναμονής ιατρείου.  Στους δερμάτινους καναπέδες, άντρες μέσης ηλικίας – κυρίως – κάθονταν αμίλητοι περιμένοντας.  Άραγε τι?

Δυο γραμματείς ενημερωμένες για την επίσκεψη του στελέχους από τους κάτω ορόφους και του «Τεχνοκράτη», έδωσαν προτεραιότητα στους επισκέπτες μόλις έκλεισε το τηλέφωνο ο Υφυπουργός.  Χαμογελαστός, λίγο μαγκάκι.  Σεμνός ο χώρος.  Άλλοι δυο δερμάτινοι καναπέδες με άντρες copy paste με τους προηγούμενους, μέσα στο χώρο εργασίας του Υφυπουργού.  Άντρες αμίλητοι περιμένοντας.  Άραγε τι?

Η γνωριμία ήταν σύντομη.  Χειραψία, συγχαρητήρια, δύο καλά λόγια για τη φήμη του «Τεχνοκράτη» στην αγορά και τέλος της συνάντησης με ένα μάγκικο κλείσιμο ματιού.  Άναυδος ο «Τεχνοκράτης».

Βγαίνοντας από το γραφείο του Υφυπουργού, η μια από τις δυο γραμματείς ενημέρωσε ότι ο κύριος Τεχνοκράτης, πριν φύγει, να δει τον κ. Ζ., διευθυντή του γραφείου του κ. Υπουργού (δηλ. του Υφυπουργού).

Μια μικρή πορτούλα οδήγησε τον «Τεχνοκράτη», μόνο του πια, σε ένα δυσάρεστο μέτριο γραφείο όπου τον περίμενε ο κ. Ζ., εντελώς άγνωστος όσο άγνωστος ήταν και ο ρόλος και η συστέγασή του στο Υπουργείο.

Ο κ. Ζ. δεν γνώριζε τον «Τεχνοκράτη».  Αλλά και ο «Τεχνοκράτης» από ένστικτο δεν συστήθηκε.  Άπλωσε μόνο το χέρι για μια τυπική χειρονομία.  Ακολούθησε ένα λογύδριο από τον κ. Ζ. για τη «μεγάλη σημασία» του ιδιωτικού τομέα.  Στο καταχωρισμένο λογύδριο, ο «Τεχνοκράτης» κουνούσε μόνο το κεφάλι, χωρίς να διαφωνεί αλλά και χωρίς να συμφωνεί.

Μουδιασμένος, ζώντας σε έναν άλλο κόσμο όπου είχε μεταφερθεί χωρίς να το επιδιώξει, χαιρέτισε με την τυπική χειρονομία.

Οι επόμενες ημέρες, αν και Ιούλιος, ήταν πολύ γεμάτες για τον «Τεχνοκράτη».  Το λογύδριο του κ. Ζ. σβήστηκε από τη μνήμη του ως άκαιρο, άκυρο και άχρηστο.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ

Η παρέα των  νέων παιδιών μπήκε στο τρόλεϊ στην πλατεία Συντάγματος με γέλια και αλληλοπειράγματα.  Παντελόνια jean με καμπάνες.  Καρώ πουκάμισα.  Μαλλιά «αφάνα».  Σπυράκια ακμής στα περισσότερα πρόσωπα.  Ανάμεσά τους ένα κορίτσι με σγουρά αχτένιστα μαλλιά, φαρδιά φούστα και πράσινη σκιά στα μάτια.  Το δεύτερο κορίτσι της παρέας κρατά το χέρι ενός αγοριού και τον κοιτά στα μάτια.  Οι πρώτοι έρωτες.  Όχι και τόσο αθώοι πάντα.  Δεκαετία του ’70.  Η Ελλάδα προσπαθεί να συνέλθει από την τραυματική επταετία της δικτατορίας.  Οι εικόνες από την εισβολή στην Κύπρο είναι φρέσκες.

Προορισμός της παρέας είναι το κλειστό γήπεδο του Σπόρτιγκ στα Πατήσια.  Για κάποιους η συνοικία είναι άγνωστη.  Για όλους είναι η πρώτη συναυλία της ζωής τους.   Κοντά στις εθνικές καταστροφές, για τους γυμνασιόπαιδες, υπήρξε άλλη μια καταστροφή:  οι Poll έχουν διαλυθεί με τα μέλη του συγκροτήματος να επιθυμούν καριέρα solo.  Η καριέρα του συγκροτήματος διήρκεσε δύο-τρία χρόνια, ενώ η διάλυσή του έφερε γενική απογοήτευση στη νεολαία.  Μόνη παρηγοριά τους οι ξεχωριστές εμφανίσεις και τα τραγούδια των μελών σε συναυλίες.

Το ίνδαλμά της παρέας για σήμερα είναι ο Κώστας Τουρνάς.  Το τραγούδι «Κυρίες και Κύριοι» έχει γίνει σουξέ.  Ποντάρουν όμως ότι θα ακούσουν και τα τραγούδια των Poll «Ήλιε μου», «Άνθρωπε αγάπα».  Απόψε θα μετατραπούν σε μικρούς ροκάδες κόντρα σε αυτά που ακούν και θέλουν οι γονείς τους.  Επιδεικτικά κρατούν το τσιγάρο για να αποδείξουν την ανεξαρτοποίησή τους.  Προσπαθούν να ταυτιστούν με τα νέα παιδιά της εξέγερσης στη Νομική και στο Πολυτεχνείο, η ηλικία όμως δεν τους το επιτρέπει.  Ακόμα έχουν να φάνε πολλά ψωμιά.

Το άγχος για τη διαδρομή και ο ενθουσιασμός για τη νέα εμπειρία τους φέρνει πολύ νωρίτερα στο γήπεδο, όταν ακόμα είναι σχεδόν άδειο.  Συναντούν και μερικούς άλλους της ευρύτερης παρέας.  Ευκαιρία για κουβέντα και νέες γνωριμίες γιατί δεν γνωρίζονται όλοι με όλους.  «Τι θα κάνεις μετά το σχολείο?». «Θα γίνω αρχιτέκτονας».  «Θα αναλάβω το μαγαζί του πατέρα». «Θα γίνω δικηγόρος».  «Εγώ φιλόλογος». Και ο πιο ρεαλιστής είπε χασκογελώντας:  «Καθίστε πρώτα να καταφέρω να τελειώσω το σχολείο και μετά βλέπουμε».

Εκείνο το βράδυ ο Κώστας Τουρνάς τραγούδησε με την κιθάρα του στη σκηνή για μια γενιά που δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει μέρος της eroica των προηγουμένων χρόνων ή της βολής των επόμενων.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ή ΑΛΛΙΩΣ «ΧΑΡΑΤΣΙ»

Από αρκετούς το Ειδικό Τέλος Ακινήτων θεωρήθηκε το επαχθέστερο και πιο άδικο φορολογικό μέτρο του τελευταίου αιώνα.  Καθηγητές Πανεπιστημίων, οικονομικοί αναλυτές και οικονομικοί συντάκτες συμφωνούν ότι δεν ήταν η καλύτερη λύση για τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας.

Ακόμα και μια Βουλγάρα, οικονομική μετανάστρια, χαρακτήρισε «diaboll» και «satann» (ελεύθερη ορθογραφία από τη συντάκτρια για να τονιστεί η προφορά).  Με αυτή την ευκαιρία ανακαλύψαμε ότι και στις δυο γλώσσες υπάρχουν οι λέξεις «διαβολικός» και «σατανικός» για να περιγράψουν τον εγκέφαλο που το συνέλαβε.

Πρόκειται για μέθοδο κατάσχεσης της περιουσίας.  Δυσκολεύει το μικρο-ιδιοκτήτη, διαλύει το δανειολήπτη, εξουθενώνει τον οικογενειάρχη και αργοσκοτώνει το συνταξιούχο.  Μόνο, όμως, τους ιδιοκτήτες ακινήτων?

Επιπλέον δημιουργεί επιπρόσθετη γραφειοκρατία και χαρτοπόλεμο.  Μέχρι τώρα τα ρεπορτάζ και οι αρμόδιοι του Υπουργείου Οικονομικών έχουν ασχοληθεί με τη γραφειοκρατία στα γκισέ της ΔΕΗ και των εφοριών.

Δεν παρατήρησα να αναλύει κάποιος τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και οι ενοικιαστές.  Το επιχείρημα του ευφραδέστατου Υπουργού είναι ότι οι ενοικιαστές θα συμψηφίζουν το ποσό του Ειδικού Τέλους Ακινήτων με μελλοντικό ενοίκιο.  Πράγματι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει έτσι.  Σε μια πρακτική καθημερινότητα, όμως, όπου ο ενοικιαστής είναι φοιτητής ή συνταξιούχος που ζει από το επίδομα της Πρόνοιας – σίγουρα και σε πολλές άλλες περιπτώσεις – και δυσκολεύεται να συγκεντρώσει το ενοίκιο του μήνα για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, δε διαθέτει τη ρευστότητα και για την πληρωμή του ειδικού τέλους, σε όποια προθεσμία απαιτείται από το λογαριασμό της ΔΕΗ.  Άρα, για να βρεθεί η λύση, ενημερώνει τον ιδιοκτήτη για την ημερομηνία και το ποσό του χαρατσιού το οποίο καταβάλλεται από τον ιδιοκτήτη στον ενοικιαστή για να προχωρήσει στην εξόφληση.  Ή, σε άλλες περιπτώσεις, ο ενοικιαστής καταβάλλει στον ιδιοκτήτη το ποσό που του αναλογεί για το κόστος του καταναλωθέντος ρεύματος, για να προχωρήσει ο ιδιοκτήτης στην εξόφληση του λογαριασμού.  Στη δεύτερη μέθοδο, ο ιδιοκτήτης είναι σίγουρος ότι έχει πληρωθεί το «χαράτσι» και δεν θα βρεθεί απειλούμενος στην εφορία στο μέλλον.  Ποιος ασχολήθηκε με αυτή τη γραφειοκρατία?

Γεια σου Ελλάδα αθάνατη!  Γεια σας οικονομικοί εγκέφαλοι του Υπουργείου Οικονομικών!

Θα ήθελα να γινόμουν αόρατη και να καθίσω shoulder to shoulder (!) με τους αρμόδιους.  Να ακούσω τους διαλόγους που κατέληξαν στην απόφαση, γιατί «αδυνατούσαν να εισπράξουν τον ΦΠΑ», όπως εξομολογήθηκε ο κ. Παντελής Οικονόμου.

Για τους σεφ του Υπουργείου, αφιερώνω τη συνταγή για ρώσικη σαλάτα από τη Βέφα Αλεξιάδου
(http://www.vefashouse.gr/vefashouse/cur_recipe.asp?rdept%5Fid=2&recipe%5Fid=682&flag=1)

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ

Η ληστεία στο Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας ήταν άλλη μια ευκαιρία να γίνουμε ρεζίλι στο εξωτερικό.  Οι Βρετανοί έτριβαν τα χέρια τους.  Είχαν προσθέσει στην επιχειρηματολογία τους άλλον έναν ισχυρό λόγο να μη θέλουν να επιστρέψουν τα μάρμαρα της Ακρόπολης.  Οι Γερμανοί ένιωθαν δικαιωμένοι ότι η Ελλάδα χρειάζεται Επίτροπο.

Να φανταστεί κανείς ότι, κατά τα λεγόμενα της αστυνομίας, οι ληστές ήταν ερασιτέχνες.  Σε άλλο χώρο σκόπευαν να πάνε, άλλα εκθέματα ήθελαν να κλέψουν.  Στο τέλος κατάφεραν μια ληστεία «άρπα-κόλλα».

Ο πολίτης, καλά εκπαιδευμένος στη φτηνή μικρο-πολιτική, περίμενε να ακούσει από επίσημα χείλια ότι έφταιξαν «τα μέτρα της τρόικας», «η εφεδρεία», «η ξένη κυριαρχία», α ναι, και η «διάλυση του κοινωνικού ιστού».  Δεν «κολλά»?  Και ποιος σας είπε ότι όσα λένε οι αρμόδιοι «κολλάνε»? (*)

Από κάποιον, όμως, ξέφυγε ότι την ώρα της ληστείας έπρεπε να βρίσκονται στο Μουσείο τρεις φύλακες, αφού  ακόμα και οι μικρές ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν στοιχειώδεις διαδικασίες «ανοίγματος-κλεισίματος» για την ασφάλεια έμψυχων και άψυχων, με τουλάχιστον δύο εργαζόμενους να φροντίζουν για το ασφαλές άνοιγμα (ή κλείσιμο), προστατεύοντας ο ένας τον άλλο.

Ο ίδιος καλά εκπαιδευμένος πολίτης ανέμενε την απόλυτη σιωπή για τους λόγους της απουσίας των δυο φυλάκων και το γεγονός ότι την ώρα της ληστείας βρισκόταν μόνο μια υπάλληλος. 

Αν η σιωπή είχε ήχο, θα ακουγόταν σαν όλμος!




(*)  Αν έχετε το κουράγιο να διαβάσετε κλασικό δείγμα παράλογου και αντιφατικού λόγου, ανατρέξτε στην ανακοίνωση για την υποψηφιότητα του Χρήστου Παπουτσή.


Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ

Το 1959 σαν σήμερα ένα τραγούδι βραβευόταν ως το «Καλύτερο Τραγούδι της Χρονιάς» από τα Βραβεία Grammy. Το ερμήνευσε ο Domenico Modugno. Όλοι το ξέρουμε ως «Volare» ενώ  ο πραγματικός τίτλος του τραγουδιού είναι «Nel Blu Dipinto Di Blu».

Αφιερωμένο σε σας μια τέτοια μέρα που ξεχειλίζει από το μπλε του αθηναϊκού ουρανού.

Για να τραγουδήσετε μαζί, σας δίνω τους ιταλικούς στίχους.
Penso che un sogno così non ritorni mai più;
mi dipingevo le mani e la faccia di blu,
poi d’improvviso venivo dal vento rapito
e incominciavo a volare nel cielo infinito…
Volare… oh, oh!…
Cantare… oh, oh, oh, oh!
Nel blu, dipinto di blu,
felice di stare lassù.
E volavo, volavo felice più in alto del sole ed ancora più su,
mentre il mondo pian piano spariva lontano laggiù,
una musica dolce suonava soltanto per me…
Volare… oh, oh!…
Cantare… oh, oh, oh, oh!
Nel blu, dipinto di blu,
felice di stare lassù.

Ma tutti i sogni nell’alba svaniscon perché,
quando tramonta, la luna li porta con sé.
Ma io continuo a sognare negli occhi tuoi belli,
che sono blu come un cielo trapunto di stelle.
Volare… oh, oh!…
Cantare… oh, oh, oh, oh!
Nel blu, dipinto di blu,
felice di stare quaggiù.
E continuo a volare felice più in alto del sole ed ancora più
su,
mentre il mondo pian piano scompare negli occhi tuoi blu,
la tua voce è una musica dolce che suona per me…
                            Volare… oh, oh!…
                           Cantare… oh, oh, oh, oh!
                           Nel blu, dipinto di blu,
                           felice di stare quaggiù.
                           Nel blu degli occhi tuoi blu,
                           felice di stare quaggiù,
                          con te!


Ελεύθερη μετάφραση των στίχων από τα αγγλικά:

Νομίζω ότι ένα όνειρο δεν ξανάρχεται:
Είχα ζωγραφίσει τα χέρια και το πρόσωπό μου μπλε.
Και τότε ξαφνικά με παρέσυρε ο αέρας,
Και άρχισα να πετώ στον ατέλειωτο ουρανό.

Να πετώ, ω, ω!,
Να τραγουδώ, ω!, ω!, ω!, ω!
Στο
μπλε, στο ζωγραφιστό μπλε,
Χαρούμενος που ήμουν εκεί πάνω.

Πετούσα χαρούμενα στα ύψη του ήλιου
Και πιο ψηλά όλο και πιο ψηλά στον ουρανό
Ενώ ο κόσμος, σιγά σιγά
Χανόταν με την απόσταση κάτω.
Γλυκειά μουσική ακουγόταν
Μόνο για μένα.

Να πετώ, ω!, ω!,
Να τραγουδώ, ω!, ω!, ω!, ω!
Στο μπλε, στο ζωγραφιστό μπλε,
Χαρούμενος που ήμουν εκεί πάνω.

Αλλά όλα τα όνειρα χάνονται στο ξημέρωμα γιατί
Όταν ο ήλιος δύει, το φεγγάρι τα παίρνει μαζί του,
Αλλά συνεχίζω να ονειρεύομαι τα όμορφά σου μάτια
Που είναι μπλε σαν ουρανός με αστέρια.

Να πετώ, ω!, ω!,
Να τραγουδώ, ω!, ω!, ω!, ω!
Στο μπλε, στο ζωγραφιστό μπλε,
Χαρούμενος που ήμουν εκεί πάνω.

Αλλά συνεχίζω να πετώ χαρούμενα στα ύψη του ήλιου
Και πιο ψηλά όλο και πιο ψηλά στον ουρανό.
Ενώ ο κόσμος, σιγά σιγά
Χανόταν στα μπλε σου μάτια,
Η φωνή σου είναι γλυκειά μουσική
Που παίζει για μένα.

Να πετώ, ω!, ω!,
Να τραγουδώ, ω!, ω!, ω!, ω!
Στο μπλε, στο ζωγραφιστό μπλε,
Χαρούμενος που ήμουν εκεί
Μαζί σου