ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΒΟΤΑΝΑ

Φώναζε την πραμάτεια του με ενθουσιασμό.  Απαρριθμούσε τα προϊόντα με φωνή δυνατή και σίγουρη.  Μικρός πάγκος για τα πλούσια αρωματικά του.  Μεγάλη ψυχή μέσα από τα τριμμένα ρούχα.  «Ρίγανες, χαμομήλια, τσάι του βουνού.»  «Ρίγανες, χαμομήλια, τσάι του βουνού.»

Η μπόχα από το τσιγάρο που είχε ποτίσει το κορμί και τα πνευμόνια του μπερδευόταν με το άρωμα της ρίγανης, της λεβάντας και του θυμαριού.  Τα κίτρινά του δάκτυλα χάιδευαν τα προϊόντα του με αγάπη.  Οι πελάτες πλησίαζαν για να αγοράσουν κάποιο αρωματικό για την κουζίνα και τα συρτάρια.  Μια πρέζα λεβάντας στη μύτη ήταν αρκετή για να αντέξουν τον γέρο και να ακούσουν τις ιστορίες του. Τα μάτια του κοίταζαν τις νοικοκυρές θολά από την κούραση των χρόνων.

Τους διηγόταν ιστορίες από το κυνήγι για τα λαβωμένα πουλιά που βρίσκαν ανακούφιση στα θρύμματα της ρίγανης.  Για τα άγνωστα μονοπάτια που έκρυβαν κρυφές εκπλήξεις.    Συμβουλές για τις νοικοκυρές.  Συνταγές για την κουζίνα.  Κόλπα για το ψήσιμο του κρέατος.  Γιατροσόφια από το βράσιμο των καρπών της γης.

Μιλούσε τρίβοντας και καθαρίζοντας τη ρίγανη.  Η μια πελάτισσα πείστηκε να αγοράσει και τσάι του βουνού.  Η άλλη πήρε διπλή ποσότητα ρίγανης για να φτιάξει και ρόφημα.  Ένας τρίτος πελάτης με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, πλησίασε τον πάγκο μόνο για να ακούσει τις ιστορίες.

«Να σε κεράσω ένα τσιπουράκι?», του πρότεινε ο άγνωστος μόλις έφυγαν οι κυράδες.

Ο γέρος σήκωσε τα θολά γέρικα μάτια και του χαμογέλασε λοξεύοντας ελαφρά τα χείλια του.  Το χαμόγελο ήταν αρκετό.  Η ιδέα για κάνα-δυο τσιπουράκια ήταν τέλεια.

«Κάτσε να τα μαζέψω.  Πέρασε κι η ώρα.»

«Θα σε περιμένω στο καφενείο.»

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο άγνωστος από τη γωνιά που καθόταν είδε τον γέρο να μπαίνει στο καφενείο.  Τα τσίπουρα με ένα μπωλάκι ελιές και κομμάτια ψωμί έφτασαν αμέσως από την καφετζού.

«Πούλησες αρκετά σήμερα?»

«Δόξα τω Θεώ.»

«Από που τα μαζεύεις?»

«Εδώ κοντά στα Μεσόγεια.  Η Αττική είναι γεμάτη.  Σάμπως έχω τίποτις άλλο να κάνω?  Ξεκινώ νωρίς νωρίς τις μέρες που δε στήνω τον πάγκο.  Βρέξει, χιονίσει, ζέστη, κρύο.  Ανεβαίνω στα γνωστά μονοπάτια μιλώντας στο Θεό.»

«Σε ακούει?»

«Αν μ’ ακούει, λέει.  Τον έχω αναγκάσει να μου απαντά κιόλας.»

Ο άγνωστος ανατρίχιασε αλλά δεν το παραδέχτηκε.  Προτίμησε να γελάσει σαρκαστικά.  «Σιγά ρε μπάρμπα.»

«Ο Θεός είναι παντού, φίλε.  Του κάνω παράπονο για τον πόνο των αρθριτικών και με τσιμπάνε τ’αγκάθια.  Κλαίω για τη γυναίκα που την έχασα νέα και τότε αρχίζει να βρέχει.  Του ζητώ να σταματήσει η βροχή και στολίζει τον ουρανό με ουράνιο τόξο.  Έρχεται η ώρα να ξεράνω τα βότανα κι ο ήλιος καίει.  Ποτέ δεν είμαι μόνος μου πάνω στα βουνά.  Πάντα έχω το Θεό να μου κάνει παρέα.  Πάντα έχω τη μοναξιά μου για παρέα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου