ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΘΕΣΜΟΙ! Μ' ΑΚΟΥΤΕ?


ΘΕΣΜΟΙ! Μ’ ΑΚΟΥΤΕ? ΘΕΣΜΟΙ!

Το λέμε και το ξαναλέμε μεταξύ μας στις παρέες:  «Διαλύσαμε την κοινωνία πρώτα-πρώτα με τις αξίες της και τις αρχές της και το αποτέλεσμα ήταν η οικονομική κρίση».

Το μυαλό μας (η προτεραιότητά μας) τώρα πια είναι να εξασφαλίσουμε τη «δόση» (σαν τα πρεζόνια).  Ωραία.  Την πήραμε. Και τώρα καθόμαστε και περιμένουμε την ανάπτυξη (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό)  Ποιος θα φέρει, όμως, την ανάπτυξη?  Οι επιχειρηματίες? Πφ.  Οι πολιτικοί? Πφ δις (δύο φορές, σε μετάφραση).  Με ποια δημοκρατία οι δεύτεροι?  Με ποια υποδομή οι πρώτοι?

Παρακολουθούμε στην TV ότι διαθέτουμε κυβέρνηση.  Αποτελεί κυβέρνηση η τρίφατση ομάδα που δεν βρίσκει το ρυθμό της, που δεν μπορεί να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των σοβαρών αυτού του τόπου? Και αυτοί περί άλλων τυρβάζουν: «ανασχηματισμός», «συναντήσεις των τριών αρχηγών» και άλλα αδιάφορα.  Πήρατε χαμπάρι ότι μας έχουν καβαλήσει οι δανειστές?  Μας έχουν κάτσει στο σβέρκο.  Βρήκαν έδαφος, όμως, αγαπητοί μου, «followers».  Βρήκαν διαφθορά, παθογένειες, φοροδιαφυγή, αδικίες, αδυναμίες, προσωπικές ατζέντες.  Και κυρίως, βρήκαν μια κοινωνία διαλυμένη:  άλλος να συνεχίζει να κλέβει τους πολίτες, άλλος να εγκαταλείπει τη δημοκρατία, άλλος να συνεχίζει να πιστεύει ότι είναι «εκλεκτός» (του Θεού), άλλος να πιστεύει ότι πρέπει να εισπράττει χωρίς να δουλεύει, άλλος να γραπώνει την ευκαιρία για να ταξιδέψει σε μέρη που μόνο στα παιδικά του όνειρα μπορούσε να ταξιδέψει και άλλος να συντρίβεται στην κατάθλιψή του.

Θεσμοί και κοινωνία πρέπει χέρι-χέρι να πολεμήσουμε τα κακώς κείμενα.

Θεσμοί.  Μ’ ακούτε?  Θεσμοί!  Είναι κανένας εκεί?

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ (25.12.2012)
Σε πλησίασε χλωμός και αδύναμος
κι άπλωσε τα δυο του χέρια
για να αγκαλιάσει τα δικά σου,
όπως έκανε όταν ήσουν κοριτσάκι.

Το στόμα του άνοιξε και χωρίς φωνή
τα χείλια του σχημάτισαν μια φράση
«Θέλω να φύγω, ήρθε η ώρα».

Ακούμπησε τα χείλια του στο μέτωπό σου
και με το έξω μέρος του χεριού του
χάιδεψε το μάγουλό σου,
όπως έκανε όταν ήσουν κοριτσάκι.

Μετά είδες την πλάτη του όταν απομακρυνόταν
«Το’ πε και το’ κανε», είπες
«όπως έκανε όταν ήμουν κοριτσάκι»

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Πώς μπορεί μια φωτογραφία να φέρει τόση μελαγχολία στην επιφάνεια!  Είναι στενάχωρο να βλέπεις τα νέα παιδιά αγέλαστα να προσπαθούν να ξεπεράσουν το βάρος που κουβαλούν μέσα τους.  Είναι θλιβερό να διαβάζεις τη μοναξιά τους στις συνομιλίες τους  μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αντί να πω πολλά, προτίμησα να σας παραπέμψω στο κείμενο του Δημήτρη Ρηγόπουλου, που τον εκτιμώ για τις πρωτοβουλίες του και παρασύρει και μας (ευτυχώς!) μαζί με τον αγαπημένο μας φίλο Νίκο Βατόπουλο.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_21/12/2012_505724



(Υ.Γ.:  Και πώς βρέθηκαν κάποιοι να μου βάλουν το μικρόβιο της αμφισβήτησης γι'αυτή τη φωτογραφία?  Είναι αυτοί που προσπάθησαν να καταπολεμήσουν τη δική τους μελαγχολία με κάποιο τρόπο?  Ή αυτοί που έχουν ένα προσωπικό ιδιοτελές συμφέρον ?)

Προσθέτω τη φωτογραφία για όσους τη ζήτησαν:


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ – ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ


Περπατούσε γρήγορα προς την Εκκλησία της Φανερωμένης στην καρδιά της πόλης.  Το κρύο τσουχτερό από την υγρασία αλλά ο ουρανός γεμάτος αστέρια.  Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από τη μυρωδιά της ξυλόσομπας.  Όταν πλησίασε στην εκκλησία, είδε και άλλες γειτόνισσες να σπεύδουν προς το ναό.  Ήταν παραμονή Χριστουγέννων σε μια εποχή που, ακόμα και οι αστοί, κρατούσαν τα έθιμα της ορθόδοξης Ελλάδας, κόντρα στις συνήθειες που είχαν προσπαθήσει να φέρουν οι Άγγλοι στην Κύπρο.  Σε λίγο θα ξεκινούσε η Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και του Εσπερινού των Χριστουγέννων με τη Θεία Λειτουργία. Επίσημη και κατανυκτική, όπως την περιέγραφαν ο Παπαδιαμάντης και ο Κόντογλου στην επαρχία της μακρυνής Ελλάδας.  Θα έμενε για λίγο και μετά θα ξαναγύριζε στο σπίτι για να φάνε επίσημα με την οικογένεια.  Θα τους έβαζε και μια πλάκα με χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο πικάπ.

Οι τελευταίες ημέρες της ήταν δύσκολες.  Τρίψιμο ασημικών. Ξαράχνιασμα. Η κυρία Αρετή, η μοδίστρα, είχε φτιάξει καινούρια φορέματα για΄κείνην και για τα κορίτσια. Οι κουραμπιέδες ήταν φουρνισμένοι και έτοιμοι στις μεγάλες πιατέλες στην καλή τραπεζαρία.  Είχε αγοράσει δώρα χρήσιμα για όλους, μικρούς και μεγάλους.  Η μυρωδιά από το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο - το μεγαλύτερο που βρήκαν στην αγορά – κυριαρχούσε σε όλο το σπίτι.

Άφησε τελευταία την προετοιμασία για τις κυπριακές ραβιόλες, γεμιστές με χαλούμι, ανοίγοντας φύλλο με τη χειροκίνητη μηχανή που είχε αγοράσει πρόσφατα, να είναι έτοιμες για να βράσουν με το ζωμό της κότας. Θα τις σέρβιρε στο γιορταστικό γεύμα την ημέρα των Χριστουγέννων με όλη την οικογένεια, τις δύο γιαγιάδες, την ξαδέρφη της με τα πολλά παιδιά και την κουνιάδα με τον κουνιάδο της.  Πρόλαβε να πάει και στο ζαχαροπλαστείο του «Hurricane» για επιπλέον γλυκά, εκτός από την τούρτα που είχε φτιάξει για τους καλεσμένους.  Είχε αναθέσει στα παιδιά να γεμίσουν το μεγάλο μπολ με μανταρίνια και πορτοκάλια από τον κήπο την ώρα που η γιαγιά έκοβε λουλούδια για να γεμίσουν τα βάζα.

Την ώρα που εκείνη έμπαινε στην εκκλησία, τα παιδιά της γειτονιάς ήταν ακόμα στους δρόμους για τα κάλαντα.

«Καλήν εσπέραν Άρχοντες»

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ


«Ένα κορίτσι αλλιώτικο απ’ τα άλλα». Έτσι τη χαρακτήρισε ο καθηγητής των Μαθηματικών μέσα στην ψηλοτάβανη τάξη του Λυκείου ένα χειμωνιάτικο πρωινό. 
Η «Πετροβασίλη», η «Παπασταύρου», η «Γιαδικιάρογλου» και οι άλλες κακομαθημένες συμμαθήτριες της, γύρισαν και την κοίταξαν με ματιές που δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν.
Εκείνη τη στιγμή, μια χαρά φούντωσε μέσα της γιατί ο Μαθηματικός τους την είχε προσέξει και την ξεχώριζε από τις άλλες.  Αυτή ήταν η πρώτη φορά που, χωρίς να το θέλει, είχε ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος.  Αυτή, η άχρωμη και άοσμη στάθηκε με το μυαλό της πάνω σε ένα βάθρο.  Ευτυχώς ήταν «καλό παιδί» κι έτσι τα μυαλά της δεν πήραν αέρα τότε.  Ούτε όμως και μετά από πολλά χρόνια που είχε στο ενεργητικό της αρκετά πράγματα να την κάνουν περήφανη.  Συνέχισε να πατά πάντα στο έδαφος.  Χαιρόταν τη μοναξιά της. Χαιρόταν τη λύπη της. Χαιρόταν την ικανότητά της να κλείνει το μάτι στις δυσκολίες.  Χαιρόταν ότι άντεχε τους δύσκολους ανθρώπους. Χαιρόταν ότι μπορούσε να χαμογελά σε δύσκολες στιγμές. Χαιρόταν τη διαφορετικότητά της.
Αρκετές φορές ξαναγυρνούσε στη σχολική τάξη κι άκουγε και ξανάκουγε τον κ. Καθηγητή να λέει:  «Ένα κορίτσι αλλιώτικο απ’ τα άλλα».
Αργότερα ήρθαν τα γεράματα.  Διερωτήθηκε τι πραγματικά εννοούσε ο κ. Καθηγητής.  Τι είχε δει που δεν μπορούσε να δει εκείνη? Τώρα αυτός ο έπαινος ακουγόταν ως απειλή.  Τελικά καμιά κοπέλα δεν θα ήθελε να είναι «αλλιώτικη».

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Δεν θα αποφάσιζα να κάνω βόλτα στην Πραξιτέλους, αν οι επιχειρηματίες που έχουν τα μαγαζάκια τους σε αυτόν τον κεντρικό δρόμο δεν γιόρταζαν, με τις «Ευχές της Πραξιτέλους».  Κατεβήκαμε στο κέντρο με τη Λ. – φορτωμένη με παιγνίδια για το ίδρυμα «Θεοτόκος» - χαζέψαμε τα ανοικτά μαγαζιά, μετρήσαμε τα κλειστά, ανοίξαμε το στόμα, άφωνες, μπροστά στο καμένο κτίριο του Γυφτόπουλου με τα ζέρσευ.
Με την κουβέντα βρεθήκαμε στην Αιόλου.   Κόσμος στριμωχνόταν μπροστά στις βιτρίνες με τα εποχιακά και στις καφετέριες της Αγ. Ειρήνης.  Ο δρόμος μας οδήγησε στους Αέρηδες.  Ανεβήκαμε, κατεβήκαμε.  Μέσα στα στενά της Πλάκας, ακούσαμε ξαφνικά τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.  Χορωδία από σχολείο?  Από ΚΑΠΗ?  Πρόβα, χωρίς αμφιβολία, σήμερα ακόμα 15 Δεκέμβρη.
Μνησικλέους.  Κι άλλες μουσικές δεξιά μας.  Τώρα ακούγαμε νεανικές φωνές με γνώριμους αλλά ξεχασμένους ήχους μουσικών οργάνων.  Έτσι, οι περίεργες, βρεθήκαμε να παρακολουθούμε την πρόβα νέων παιδιών, με πατροπαράδοτα μουσικά όργανα στον κήπο του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων.  Τραγούδια δημοτικά χαρούμενα και κάλαντα.  Χαμόγελα μεταξύ τους.
Πήραμε το κέρασμα από τις χαμογελαστές κυρίες του Μουσείου: στραγαλάκια και μελομακάρονα με ένα θερμαντικό, μάλλον τσιπουράκι.
Αφού ομολογήσω ότι οι γνώσεις μου για τα μουσικά όργανα της παράδοσής μας είναι άκρως περιορισμένες, δεν μπορούσα να μη θαυμάσω την ποικιλία από κλαρίνα, φλογέρες, τσαμπούνες (γκάιντες, πίπιζες), λαούτα και ζουρνάδες.
Μια μέρα στο κέντρο της Αθήνας με τόσο διαφορετικές εικόνες και ακούσματα!

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΜΑΡΟΚΟ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΜΑΡΟΚΟ – Ιούλιος 2005
(κείμενο γραμμένο τον Νοέμβριο 2012, με αφορμή την επιθυμία της Ελένης Χ. να πάει στο Μαρόκο για μήνα μέλιτος - από την Άννα Νάταρ Anna Natar)

Άνοιξα ένα-δύο συρτάρια με την ελπίδα ότι η νοικοκυροσύνη μου θα μου είχε επιτρέψει να μην πετάξω τις σημειώσεις μου από το ταξίδι στο Μαρόκο.  Το μόνο που με ανησυχούσε ήταν ότι το 2005 η ζωή μου ήταν τόσο γεμάτη από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις και σκοτούρες, που οι ταξιδιωτικές σημειώσεις έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα.
Με χαρά εντόπισα τη μικρή μου ατζεντούλα, που σώθηκε από τις τελευταίες εκκαθαρίσεις.  Είμαι σίγουρη ότι όταν πετούσα πολλές άλλες, αυτή, του 2005, απέκτησε στα μάτια μου (και στα χέρια μου) άλλη αξία λόγω του ταξιδιού.
Άνοιξα το βρώμικο εξώφυλλο.  Οι σελίδες της πολύ γεμάτες από τη ζωή στη McDonalds, από τα επαγγελματικά ταξίδια - Βαρκελώνη, Βερολίνο, Βιέννη, Σικάγο εκείνη τη χρονιά - από τα διαλείμματα ξεκούρασης στη Σαρωνίδα, από τα πήγαιν’ έλα στη μαμά, από συναισθηματική ικανοποίηση.
Παράθυρο ξεγνοιασιάς το δεκαήμερο στο Μαρόκο, στο «Αυτοκρατορικό Μαρόκο» αφού ο γύρος της χώρας θα γινόταν από πόλη σε πόλη που κάποια στιγμή στην ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα του κράτους και κέντρο της εξουσίας.  Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, το ταξίδι έγινε Ιούλιο.  Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει ότι κάθε ευκαιρία άδειας, θα έπρεπε να είναι όσο πιο μακριά γίνεται.
Νόμιζα ότι η Καζαμπλάνκα θα με εντυπωσίαζε.  Το μυστήριο που έχει μείνει από την παλιά κινηματογραφική ταινία με τον Χάμφρευ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, πλανιόταν ακόμα και στις προσδοκίες μου για την πόλη.  Οι τουριστικοί οδηγοί, όμως, με είχαν προσγειώσει από νωρίς.
Το Μαρόκο, αν και είναι για τους Ευρωπαίους δημοφιλής τουριστικός προορισμός, έχει αρκετά προβλήματα ασφάλειας.  Τα σουκς, δηλαδή οι αγορές, σε κάθε πόλη κρύβουν παγίδες με μικρο-απατεωνίσκους, κλεφτρόνια, έμπορους ναρκωτικών και μαχαιροβγάλτες.  Ο καθένας πρέπει να είναι συνειδητοποιημένος ταξιδιώτης και να έχει τις κεραίες του τεντωμένες κάθε λεπτό.
Η πρώτη ημέρα στο Μαρόκο και μάλιστα στην Καζαμπλάνκα ξεκίνησε πολύ νωρίς.  Πρωινή πτήση και διαθέσιμες πολλές ώρες από εκείνο το Σάββατο του ταξιδιού:  Πλατεία Ηνωμένων Εθνών, το κτίριο της Νομαρχίας, το εντυπωσιακό τεράστιο τζαμί του Χασάν Β.  Η Καζαμπλάνκα ακουμπά τον Ατλαντικό και οι Μαροκινοί περπατούν παράλληλα με την Corniche.  Πολλές Αραπίνες με τα παιδιά τους αναπνέουν τη θαλασσινή αύρα και ζουν με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας.  Διασχίσαμε την ακριβή συνοικία Άνφα («Κορυφή» στα ελληνικά) που αρχικά είχε κατοικηθεί από Βερβέρους αλλά τώρα είναι μια πολυτελής γειτονιά με βίλες και λουλούδια.  Η βόλτα στο πάρκο της Αραβικής Λεγεώνας μας ξεκουράζει.
Το φαγητό στο Μαρόκο χρειάζεται κι αυτό προσοχή.  Αν και στους δρόμους βρίσκει κανείς πολλές ευκαιρίες για – περίεργες, ομολογουμένως – λιχουδιές, το ασφαλέστερο δείπνο γίνεται στα καλά ξενοδοχεία, 4 ή 5 αστέρων.  Το πρώτο μας δείπνο γίνεται λοιπόν στο Sheraton όπου καταλύσαμε.  Πίνουμε εμφιαλωμένο νερό  και με αυτό πλένουμε και τα  δόντια μας. Αποφεύγουμε τα παγάκια, τα χύμα ποτά και προτιμούμε τα εμφιαλωμένα αναψυκτικά και το ζεστό (καυτό) the a la menthe (τσάι μέντας).  Στις δέκα ημέρες παραμονής στο Μαρόκο ήπια όσα τσάγια μέντας δεν είχα πιει στη ζωή μου και από τότε δεν το ξανάβαλα στο στόμα μου.  Η ανακάλυψη του ταξιδιού, όμως, ήταν ο καφές τους με γεύση εσπρέσο (café noire).
Η διαμονή μας στην Καζαμπλάνκα ήταν γρήγορη.  Προτιμήθηκε σαν πρώτος σταθμός για να μπορέσουμε να φύγουμε γρήγορα-γρήγορα για τις άλλες πόλεις προορισμούς μας.  Τα ψηλά τείχη γύρω από τα σουκς της Καζαμπλάνκα τρομάζουν, γιατί έχουν στόχο να κλείσουν και να κρύψουν μέσα τους την εγκληματικότητα.
Τη δεύτερη ημέρα, διασχίζουμε τα διακόσια περίπου χιλιόμετρα μέχρι το Μαρακές ανάμεσα σε απέραντες εκτάσεις σιτοβολώνα με κοπάδια.  Στη διαδρομή δεν συναντούμε κανένα χωριό.  Κάποιες φορές διακρίνονται στο βάθος του ορίζοντα μερικά σπίτια στο ίδιο χρώμα της γης.  Περνάμε την πόλη Σεντάτ και φτάνουμε στο Μαρακές.
Η ωραία Σεχραζάντ άραγε σε ποια πόλη είχε μαγέψει τον πρίγκιπα με τα παραμύθια της? Στην Καζαμπλάνκα ή στο Μαρακές?  Όταν είδα τα κόκκινα σπίτια του Μαρακές, αποφάσισα ότι η Σεχραζάντ ήταν παγιδευμένη στο ανάκτορο του Μαρακές ποτίζοντας τον πρίγκιπα τσάι μέντας.  Νιώθουμε τη ζέστη της ενδοχώρας. Το ταξίδι, από καιρικές συνθήκες, αρχίζει και γίνεται λίγο πιο δύσκολο. Η Καζαμπλάνκα, στα δυτικά του Μαρόκου είχε περισσότερη δροσιά που ερχόταν από τον ωκεανό.
Το Μαρακές διαθέτει κι αυτό το δικό του εντυπωσιακό τζαμί, την Κουτουμπία. Κάθε πόλη και ιστορία, κάθε ιστορία και τζαμί.  Η πλατεία των Θαυμάτων, όμως, Τζαμαλ Ελ Φνα, θα μαγέψει τον ανέμελο επισκέπτη.  Ό,τι κι αν έχει διαβάσει, δεν θα είναι ποτέ προετοιμασμένος για τις εικόνες που θα αντικρίσει στην πλατεία.  Ανοιχτή, καλόκαρδη, πολύβουη.
«Να σου πω την μοίρα σου?» «Θα πάρετε ένα μεζέ με βοδινή γλώσσα ή βοδινό μυαλό?».  «Το πιθηκάκι θέλει να καθίσει στους ώμους σου».  «Χρειάζεστε ξύρισμα, κύριε».  «Να σας ξεδιψάσω με λίγα φραγκόσυκα ή με έναν φρεσκοστυμμένο χυμό?» «Αν πονάτε το δόντι, συμβουλευθείτε τον οδοντογιατρό.  Να, κάθεται σε’κείνο το σκαμνάκι».
 «Σουκράν» (Ευχαριστώ).  Χρειάζεται να ξέρουμε μια δυο λέξεις στα αραβικά αλλά έπρεπε να ξέρουμε και το «Ευχαριστώ, να μου λείπει».
Στην πλατεία οι παραμυθάδες κλέβουν τις εντυπώσεις.  Αυτοί έχουν τους περισσότερους ακροατές.  Κάτω από μια σπασμένη ομπρέλα, δεκάδες άντρες μαζεύονται για να ακούσουν την ιστορία που τους διηγείται ο παραμυθάς.  Μυστήριο καλύπτει το περιεχόμενο αυτών των ιστοριών για μας που δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα.
Στα σουκς του Μαρακές χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.  Μυρωδιές από μπαχαρικά ανακατεύονται με τα περιττώματα των ζώων.  Εκατοντάδες μικρά μαγαζιά κολλημένα δίπλα στο άλλο, που διαθέτουν χώρο μόνο για την πραμάτεια και τον πωλητή.  Για μεσημεριανό οι Μαροκινοί προτιμούν τα μαγειρευτά στο tajine, τη μαροκινή γάστρα με το ψηλό σκέπασμα.  Για σνακ τρώνε φραγκόσυκα που βοηθούν στη λειτουργία του εντέρου.  Τα φραγκόσυκα με γυρίζουν πίσω στην Κύπρο. Για να ξεκουράσουμε τα πόδια μας, προτιμήσαμε μια μοδάτη καφετέρια, με θαμώνες Μαροκινούς της ανώτερης τάξης.
Το βράδυ κάνοντας βόλτα με αμαξάκι είδαμε την πόλη με τα φώτα αναμμένα, την πλατεία Τζαμάλ Ελ Φνα φωτισμένη από τις λάμπες πετρελαίου των πλανόδιων πωλητών αλλά και γειτονιές φτωχικές και σκοτεινές.
Το παλάτι Μπαχία διακρίνεται για τις λιτές του αρχιτεκτονικές γραμμές και τα ψηφιδωτά του πατώματα.  Κάπου εδώ, στον γυναικωνίτη, θα πέρασε κάποιες μέρες της η Σεχραζάντ.
Οι κήποι του Μαζορέλ είναι από τα must του Μαρακές.  Ένας μικρός παράδεισος με πράσινο, λουλούδια, σιντριβάνια και πολλά αρχιτεκτονικά παιγνιδίσματα χρωμάτων. Οι κήποι είναι κατασκεύασμα του Ζακ Μαζορέλ, που πρωτο-επισκέφθηκε το Μαρόκο το 1919 μέχρι που εγκαταστάθηκε το 1924 στο Μαρακές.  Αγόρασε γη, δημιούργησε ατελιέ και γέμισε τον χώρο με εκατοντάδες κάκτους, λουλούδια, φοίνικες, νούφαρα. Το λουλακί που χρησιμοποίησε έχει καταγραφεί πια ως το Μπλε του Majorelle.  Ο χώρος είναι επισκέψιμος από το 1947. Το 1980, το σπίτι και οι κήποι αγοράστηκαν από τον Υβ Σεν Λωράν και, όταν πέθανε, η στάχτη του σκορπίστηκε στους κήπους.
Με την πρωινή βόλτα μαζέψαμε ζέστη και υγρασία. Το δέρμα έχει αρχίσει να απορροφά τις μυρωδιές των μπαχαρικών. Μια βουτιά στη μεγάλη πισίνα του πολυτελούς ξενοδοχείου μας Las Palmeras, μας αναζωογονεί, πριν την απογευματινή βόλτα στο Φοινικόδασος.  Σαν να είμασταν γνήσιοι Άραβες, περνάμε το απόγευμά μας περπατώντας ανάμεσα στους φοίνικες λίγα χιλιόμετρα έξω από το Μαρακές.  Παιδιά τρέχουν ανάμεσά μας και Αραπίνες κάθονται κουβεντιάζοντας.  Οι τουρίστες προτιμούν βόλτα με ενοικιαζόμενες καμήλες.  Σε ένα καφενεδάκι πίνουμε café noire.  Το βράδυ μας περιμένει διασκέδαση και ξενύχτι.
Μαροκινοί χοροί, μαροκινά άλογα, μαροκινό φαγητό και Βερβέροι.  Όλα άψογα οργανωμένα για τους τουρίστες.  Εντυπωσιακοί οι «μπλε» Βεδουίνοι με τις μπλε στολές και το σχεδόν μπλε δέρμα.
Η απόσταση των 180 περίπου χιλιομέτρων που διανύουμε την επόμενη μέρα μέχρι την Εσσαουίρα είναι γεμάτη ξερά τοπία.  Υποφέρουμε από τη ζέστη.  Όταν φτάσεις όμως εκεί η αύρα της θάλασσας σε δροσίζει.  Η πόλη είναι στολισμένη με μπλε και άσπρο όπως στα κυκλαδονήσια. Εδώ ακόμα και τα καΐκια είναι μπλε.  Το καρνάγιο της είναι φημισμένο.  Οι ψαράδες έχουν γυρίσει από το πρωινό ψάρεμα και ξεψαρίζουν.  Σμήνη από γλάρους βουτούν στη θάλασσα να αρπάξουν κάποιο μεζέ χωρίς να φοβούνται ούτε τους ανθρώπους ούτε τις αναρίθμητες γάτες που περιμένουν κι αυτές κάτι να εισπράξουν από αυτό το φαγοπότι.
Το κάστρο της Εσσαουίρα έγινε γνωστό από την ταινία «Οθέλλος» με τον Όρσον Ουέλλες.  Η αύρα πάνω στα τείχη του κάστρου μετατρέπεται σε αέρας και στα βράχια σκάνε δυνατά τα κύματα.  Εικόνες ασπρόμαυρες με πρωταγωνιστή τον Οθέλλο να ταλανίζεται από τις τύψεις του για τη Δυσδαιμόνα  πριν αυτοκτονήσει τελικά.  Ο μανδύας του ανεμίζει στον δυνατό αέρα.  Μαζί ανεμίζει και το δικό μας μπουφάν.
Μπαίνουμε στην παλιά Μεντίνα της Εσσαουίρα, δηλαδή στην παλιά πόλη. Άρα, έπρεπε να πω απλά Μεντίνα – το «παλιά» είναι πλεονασμός, γιατί κάθε Μεντίνα είναι μια παλιά περιτοιχισμένη πόλη, με ιστορικά μνημεία, παλάτια και στενά δρομάκια.  Οι πάγκοι των πωλητών έχουν φτηνά λαχανικά και ψάρια.  Αρκετά μαγαζάκια κρύβουν μικρά εργαστήρια ξυλουργίας.  Πουλούν κότες.  «Πρόσεχε, μην πατήσεις αυτή την άσπρη κότα».
Το μεσημέρι φάγαμε στο «Chez Sam», ένα ταβερνάκι πάνω στη θάλασσα με φρέσκο ψάρι.  Πίνοντας το κρασί μας ξεκουράζουμε τα πόδια μας και κοιτώντας το μπλε της θάλασσας ξεκουράζουμε το γεμάτο από τις εικόνες μυαλό μας.
Ο Σιμούν είναι δυνατός θερμός αέρας της ερήμου.  Πολλές φορές ξεκινά με μαύρα απειλητικά σύννεφα.  Η άμμος σηκώνεται στην ατμόσφαιρα και απειλεί τα καραβάνια.  Τα σύννεφα που βλέπαμε στον ορίζοντα γυρίζοντας από την Εσσαουίρα, δεν φανταστήκαμε ότι θα μας έριχναν σε έναν Σιμούν.  Όσο πλησιάζαμε στο Μαρακές, η ατμόσφαιρα γινόταν κίτρινη και, όσο έπεφτε ο ήλιος, πορτοκαλιά. Η ορατότητα μειώνεται. Τα κόκκινα κτίρια του Μαρακές έγιναν πιο ταιριαστά με την ατμόσφαιρα.  Το φαινόμενο γρήγορα θα κοπάσει και θα μας προσπεράσει.
Ακόμα έχουμε κουράγιο κι έτσι του «δίνουμε και καταλαβαίνει» το απόγευμα και το βράδυ.  Το απόγευμα θα πιούμε ποτό στον κήπο του θρυλικού «La Mamounia».  Το «La Mamounia» από παλάτι έχει μετατραπεί σε υπερπολυτελές ξενοδοχείο για πολύ λίγους.  Πανάκριβο το ποτήρι κρασί, ο καφές και το τσάι, αλλά είναι μοναδική ευκαιρία να ευχαριστηθούμε ένα τέτοιο περιβάλλον.  Το βράδυ θα ξενυχτήσουμε στο «Comptoir».  Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω πολυτελές σκυλάδικο ή ελληνάδικο, αν ήταν στην Ελλάδα.  Περιποιημένοι καναπέδες με αναπαυτικά μαξιλαράκια.  Ναργιλέδες για τους θεριακλήδες Άραβες και ωραία κορίτσια να χορεύουν χορούς της κοιλιάς.
Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη με μεγάλη διαδρομή μέχρι τη Φεζ.  Το τοπίο αλλάζει, πολύ πράσινο.  Κινούμαστε πάντα στην ενδοχώρα με θέα την οροσειρά του Άτλαντα.  Σε ένα χωριό συναντούμε κηδεία.  Μόνο άντρες συνοδεύουν το νεκρό.  Οι γυναίκες δεν συμμετέχουν στην κηδεία.  Εκτός από…κηδείες, συναντούμε ελαιώνες, πορτοκαλεώνες και ποτάμια.  Για να ξεκουραστούμε από τη διαδρομή, κάνουμε στάση στο δροσερό Ιφράν που είναι δημοφιλές χειμερινό θέρετρο.  Μαζεύουμε όση δροσιά μπορούμε.
Η Φεζ δεν υπήρξε μόνο πρωτεύουσα και κέντρο εξουσίας στο Μαρόκο.  Θεωρείται πόλη υψηλού πολιτισμού και έχει κηρυχθεί Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.  Θα αγοράσουμε χαμπέλ (κιλίμια)?
Η εικόνα της πόλης τρομάζει.  Πλινθόκτιστα σπίτια, το ένα πάνω στο άλλο. Η ομοιομορφία στα χρώματα, μας δυσκολεύουν να βάλουμε διαχωριστικές γραμμές.  Που αρχίζει το ένα? Που τελειώνει το άλλο?  Τα στενά δρομάκια της Μεντίνα κρύβουν όμως κι άλλα πράγματα που θα μας τρομάξουν.
«Μπάλεκ, μπάλεκ», «Στην άκρη, στην άκρη».  Αυτό θα μάθουμε στη Φεζ.  Οι δρόμοι είναι πολύ στενοί στην παλιά πόλη.  Λαοθάλασσες βρώμικων Αράβων στριμώχνονται και σε παρασύρουν.  Πρέπει να προσέχουμε να μη μας παρασύρει το κύμα του κόσμου.  Η προσπάθεια να μην ακουμπήσεις και να μην ακουμπηθείς είναι μάταιη.
«Μπάλεκ, μπάλεκ», σου φωνάζουν, κολλάς στον τοίχο, κολλάς όπου βρεις γιατί περνάνε μουλάρια φορτωμένα.  Δεν χωράς εσύ, δεν χωρά το μουλάρι, δεν χωρά ο Άραβας, δεν χωρά και το φορτίο του μουλαριού.  Δεν χωράμε.
«Μπάλεκ».  Μην αφαιρείσαι.  Πρόσεχε τα πράγματά σου.  Πρόσεχε τη σωματική σου ακεραιότητα. Πρόσεχε που πατάς.
Μικρά παιδιά μας προσφέρουν κλαδάκια βασιλικού και δυόσμου.  Δεν τα παίρνουμε.  Γιατί δεν τα παίρνουμε?  Δεν ξέρω.  Γιατί μας τα προσφέρουν?  Δεν ξέρω.  Πρέπει να πληρώσουμε?  Μάλλον.  Άρα δεν τα ακουμπάμε.  Ο ξεναγός μας προσφέρει κι αυτός βασιλικό.  Μυστήριο.  Όχι για πολύ.  Έχουμε φτάσει στις φτωχότερες γειτονιές της Φεζ.  Μια πολύ κακή μυρωδιά μπαίνει στα ρουθούνια μας.  Όσο προχωράμε η μυρωδιά γίνεται πιο έντονη, ανυπόφορη.  Ενστικτωδώς βάζουμε τον βασιλικό στη μύτη, για να ξεγελαστούμε.  Βρισκόμαστε σε ένα υπερυψωμένο μπαλκόνι.  Μυρωδιά και εικόνες αξέχαστες.  Στις αυλές, ημίγυμνοι άντρες δουλεύουν μέσα σε τεράστιες γούρνες και ανακατεύουν χρώματα:  κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πράσινο, πολλές γούρνες η μια δίπλα στην άλλη.  Άλλοι στύβουν υφάσματα.  Εδώ, στα βυρσοδεψεία, γίνεται η επεξεργασία των χρωμάτων για τα υφάσματα της Φεζ.  Τα χρώματα κατασκευάζονται από τα υλικά της φύσης μαζί με κουτσουλιές πουλιών και άλλα περιττώματα.  Έτσι εξηγείται και η μυρωδιά.  «Πάμε να φύγουμε!»  Όσο απίστευτες κι αν είναι αυτές οι εικόνες, η αντοχή μας εξαντλείται.
Πρώτη φορά παρατηρούμε τα μουσουλμανικά σπίτια.  Οι ψηλές ομοιόμορφες μάντρες κρύβουν τα σπίτια για να μην προκαλούν τους γείτονες.  Η ταπεινότητα που απαιτεί το Κοράνι. Επισκεπτόμαστε το βασιλικό Παλάτι Μπάχτα, το Παλάτι Dar el Makhzen, τη Mellah (Μίλα, δηλαδή την εβραϊκή συνοικία), τη Μεντρέσα (Θεολογική Κορανική Σχολή) Ελ Απαρίν, το τζαμί Καιραουιν.  Μπαίνουμε σε ένα παλιό πανδοχείο που έχει μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο και θαυμάζουμε τα χαλιά.  Δεν μπαίνουμε στον πειρασμό για τέτοια αγορά.  Πώς θα διαλέξεις το χαλί?  Πώς θα το πληρώσεις?  Πού θα το παραλάβεις?  Κι αν δεν το παραλάβεις ποτέ στην Αθήνα?
«Ξινόγαλα με κους κους για κολατσιό?»  «Μπα!»  Φυσικά οι μόνοι που δείχνουν να το ευχαριστιούνται είναι οι δύο Άραβες ξεναγοί μας.
Η μέρα συμπληρώθηκε με χαμάμ και μασάζ.  Αμ πως! Μετά από τέτοιες περιπέτειες, το δικαιούμασταν.  Το δειλινό, μια βόλτα στη μοντέρνα πόλη, μας έδειξε άλλες εικόνες, δηλαδή μιας πραγματικά μοντέρνας πόλης με δενδροφυτευμένες λεωφόρους.
Μέχρι τώρα γνωρίσαμε την Καζαμπλάνκα, το Μαρακές και τη Φεζ.  Και οι τρεις αυτές πόλεις υπήρξαν κάποια στιγμή πρωτεύουσες και φιλοξένησαν τους εκάστοτε ηγεμόνες.  Άλλη μια πόλη που γνώρισε δόξες είναι η Μεκνές, που επισκεφθήκαμε την επόμενη ημέρα.    Παλάτι? Ναι, Τζαμί? Ναι.  Παλιά πόλη? Ναι.  Διαφέρει ως προς την κλειστή της αγορά και ως προς τα σμήνη από μύγες που στόλιζαν όλα τα τρόφιμα.  Σοκ.  Η φωτογραφική μηχανή γέμισε από τα χρωματιστά γλυκά  στους πάγκους διακοσμημένα από τα ζωύφια.
Το Ραμπάτ, ο επόμενος προορισμός μας, είναι η τωρινή πρωτεύουσα του Μαρόκου.  Μόνο εδώ νιώθουμε αύρα Ευρώπης.  Καθαρή πόλη, συγυρισμένη.  Έχει γίνει πια μεσημέρι.  Στη μία το μεσημέρι, όλες οι δραστηριότητες σταματούν.  Ο κάθε πιστός ξεδιπλώνει το χαλί του, το στρώνει στο δάπεδο, στρέφεται στη Μέκκα και με σεβασμό προσεύχεται, αγνοώντας την παρουσία μας.  Βασιλικά ανάκτορα, το σκοτεινό μαυσωλείο του Μωχαμέτ Ε’, διάφορα κυβερνητικά κτίρια, τα τείχη της πόλης.  Τζαμί?  Η μνήμη δεν με βοηθά πια.
Το μεσημέρι, σε μια τρατορία δοκιμάζουμε αρνίσια σουβλάκια.  Λάθος μέρα διαλέξαμε να φάμε το μεσημέρι, γιατί το βράδυ στην Καζαμπλάνκα μας περιμένει πατροπαράδοτο τραπέζι:  παστίγια με πιτσούνι, κους κους, βερβέρικη παστίγια.  Αυτό ήταν και το αποχαιρετιστήριο δείπνο μας.  Το πρωί πετάμε πάλι για Αθήνα.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ












.................
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο 

Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι 
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος 
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.




Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη 

Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα 
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου 
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.


.........................................
(μικρό απόσπασμα από την "Αμοργό")


Ο Γκάτσος μου κράτησε το χέρι στη μελαγχολία της εφηβείας, αργότερα με ταξίδεψε στην Αμοργό. Κι από τότε μένει συνταξιδιώτης μου στις δύσκολες στιγμές.
Θα ανάψω ένα κεράκι σήμερα για την ψυχή του

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΚΑΜΠΕΡΟΣ

Στον Α Βαλκανικό και στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο η γενναιότητα περίσσευε.  Η αγριότητα της ξιφολόγχης και των χαρακωμάτων ντροπιάζουν τον κάθε πολιτισμένο νου.  Τότε οι στρατιώτες ήξεραν να πολεμούν σώμα με σώμα.  Ήρωες θεωρούνταν αυτοί που δεν φοβόντουσαν τον θάνατο, γιατί κάθε συμμετοχή στον πόλεμο ήταν παιχνίδι μαζί του.  Πολλές φορές, πριν σκοτωθούν ή σακατευτούν, είχαν κοιτάξει στα μάτια τον εχθρό τους.
Για να φτάσει η ανθρωπότητα να βομβαρδίζει λαούς με ατομικές βόμβες, ξεκίνησε από την πρωτόγονη πρωτοβουλία να ρίχνει απλές χειροβομβίδες από ανεμοπλάνα και υδροπλάνα χρησιμοποιώντας μόνο το χέρι του πιλότου ως κινητήρια δύναμη. Εδώ, βέβαια, τίθεται το ερώτημα τι είναι ποιο πρωτόγονο από τα δύο, αλλά δεν είναι «της παρούσης».
Μέσα σε αυτή την τρέλα και τη φρίκη, στην Ελλάδα ο αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας Δημήτρης Καμπέρος ήταν ένας από τους πρώτους ήρωες των πολέμων στην αρχή του 20ού αιώνα.  Με θάρρος, με παράτολμες βουτιές και ακάλυπτος σε ένα υποτυπώδες αεροπλανάκι, συμμετείχε σε πολεμικές επιθέσεις.  Οι ελιγμοί θεωρούνταν τρέλες κι έτσι γρήγορα οι συνάδελφοί του έβγαλαν το παρατσούκλι «Τρελοκαμπέρος».  Μέχρι το τέλος της καριέρας του, οπότε άρχισε να διδάσκει πια στη Σχολή Ικάρων, συνέχιζε να τραβά την προσοχή και τον θαυμασμό με τα σπιναρίσματα και τις κατακόρυφες βουτιές.
Το παρατσούκλι του «Τρελοκαμπέρου» έμεινε μέχρι την εποχή μας να αποκαλούμε «Τρελοκαμπέρω» μια παλαβιάρα γυναίκα.  Παλιότερα Τρελοκαμπέρους καλούσαν και τους ελαφρόμυαλους άντρες.  Στην καθημερινότητα όμως, μάλλον οι γυναίκες έμειναν να σέρνουν τον χαρακτηρισμό.
Ο Δημήτρης Καμπέρος πέθανε στα χρόνια της Κατοχής, άλλοι λένε από ασιτία και άλλοι από διαρροή φωταερίου.  Άδοξο τέλος για κάποιον που ήξερε να προκαλεί το θάνατο.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΤΟΥΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΥΣ

Λεωφόρος Κηφισίας στο ύψος των Αμπελοκήπων, στην πλευρά της ανόδου.  Το ένα κατάστημα στο ισόγειο της πολυκατοικίας ήταν φαρμακείο εδώ και πολλά χρόνια.  Το άλλο κατάστημα ήταν εμπορικό με μικρο-έπιπλα και φωτιστικά.  Εδώ και πέντε τουλάχιστον χρόνια ξεχώριζε στη λεωφόρο - μια λεωφόρο κατά τα άλλα μη εμπορική - για τα μεγάλα του πανό που διαφήμιζαν τις προσφορές, τις εκπτώσεις και τις ευκαιρίες.  Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.  Ήρθε, λοιπόν, η ώρα που έκλεισε.
Όταν είδα στη θέση του εμπορικού να ανοίγει δεύτερο φαρμακείο δίπλα στο πρώτο, περίμενα να εγκλωβιστώ στην απογευματινή κίνηση.  Μίκρυνα τα μάτια μου για να βοηθήσω τον αστιγματισμό μου, τα έτριψα λίγο γιατί τα ένιωθα κουρασμένα από την πολύωρη εργασία στον υπολογιστή και είπα δυνατά:  "Κύριε ελέησον!"

Αν ήμουν ρεπόρτερ ή αν είχα ελεύθερο χρόνο, θα επισκεπτόμουν τα δύο φαρμακεία να ανακαλύψω αν πρόκειται για έξυπνη (ή βλακώδη) επιχειρηματική κίνηση, για οικογενειακή (ή εχθρική) επένδυση.

Το επόμενο απόγευμα κατάφερα και συνέλαβα τη φωτογραφία ως πειστήριο της απορίας μου.