ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΜΑΡΟΚΟ – Ιούλιος 2005
(κείμενο γραμμένο τον Νοέμβριο 2012, με αφορμή την επιθυμία της Ελένης Χ. να πάει στο Μαρόκο για μήνα μέλιτος - από την Άννα Νάταρ Anna Natar)
Άνοιξα ένα-δύο συρτάρια με την ελπίδα ότι η νοικοκυροσύνη μου θα μου είχε επιτρέψει να μην πετάξω τις σημειώσεις μου από το ταξίδι στο Μαρόκο. Το μόνο που με ανησυχούσε ήταν ότι το 2005 η ζωή μου ήταν τόσο γεμάτη από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις και σκοτούρες, που οι ταξιδιωτικές σημειώσεις έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα.
Με χαρά εντόπισα τη μικρή μου ατζεντούλα, που σώθηκε από τις τελευταίες εκκαθαρίσεις. Είμαι σίγουρη ότι όταν πετούσα πολλές άλλες, αυτή, του 2005, απέκτησε στα μάτια μου (και στα χέρια μου) άλλη αξία λόγω του ταξιδιού.
Άνοιξα το βρώμικο εξώφυλλο. Οι σελίδες της πολύ γεμάτες από τη ζωή στη McDonald’s, από τα επαγγελματικά ταξίδια - Βαρκελώνη, Βερολίνο, Βιέννη, Σικάγο εκείνη τη χρονιά - από τα διαλείμματα ξεκούρασης στη Σαρωνίδα, από τα πήγαιν’ έλα στη μαμά, από συναισθηματική ικανοποίηση.
Παράθυρο ξεγνοιασιάς το δεκαήμερο στο Μαρόκο, στο «Αυτοκρατορικό Μαρόκο» αφού ο γύρος της χώρας θα γινόταν από πόλη σε πόλη που κάποια στιγμή στην ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα του κράτους και κέντρο της εξουσίας. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, το ταξίδι έγινε Ιούλιο. Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει ότι κάθε ευκαιρία άδειας, θα έπρεπε να είναι όσο πιο μακριά γίνεται.
Νόμιζα ότι η Καζαμπλάνκα θα με εντυπωσίαζε. Το μυστήριο που έχει μείνει από την παλιά κινηματογραφική ταινία με τον Χάμφρευ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, πλανιόταν ακόμα και στις προσδοκίες μου για την πόλη. Οι τουριστικοί οδηγοί, όμως, με είχαν προσγειώσει από νωρίς.
Το Μαρόκο, αν και είναι για τους Ευρωπαίους δημοφιλής τουριστικός προορισμός, έχει αρκετά προβλήματα ασφάλειας. Τα σουκς, δηλαδή οι αγορές, σε κάθε πόλη κρύβουν παγίδες με μικρο-απατεωνίσκους, κλεφτρόνια, έμπορους ναρκωτικών και μαχαιροβγάλτες. Ο καθένας πρέπει να είναι συνειδητοποιημένος ταξιδιώτης και να έχει τις κεραίες του τεντωμένες κάθε λεπτό.
Η πρώτη ημέρα στο Μαρόκο και μάλιστα στην Καζαμπλάνκα ξεκίνησε πολύ νωρίς. Πρωινή πτήση και διαθέσιμες πολλές ώρες από εκείνο το Σάββατο του ταξιδιού: Πλατεία Ηνωμένων Εθνών, το κτίριο της Νομαρχίας, το εντυπωσιακό τεράστιο τζαμί του Χασάν Β. Η Καζαμπλάνκα ακουμπά τον Ατλαντικό και οι Μαροκινοί περπατούν παράλληλα με την Corniche. Πολλές Αραπίνες με τα παιδιά τους αναπνέουν τη θαλασσινή αύρα και ζουν με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Διασχίσαμε την ακριβή συνοικία Άνφα («Κορυφή» στα ελληνικά) που αρχικά είχε κατοικηθεί από Βερβέρους αλλά τώρα είναι μια πολυτελής γειτονιά με βίλες και λουλούδια. Η βόλτα στο πάρκο της Αραβικής Λεγεώνας μας ξεκουράζει.
Το φαγητό στο Μαρόκο χρειάζεται κι αυτό προσοχή. Αν και στους δρόμους βρίσκει κανείς πολλές ευκαιρίες για – περίεργες, ομολογουμένως – λιχουδιές, το ασφαλέστερο δείπνο γίνεται στα καλά ξενοδοχεία, 4 ή 5 αστέρων. Το πρώτο μας δείπνο γίνεται λοιπόν στο Sheraton όπου καταλύσαμε. Πίνουμε εμφιαλωμένο νερό και με αυτό πλένουμε και τα δόντια μας. Αποφεύγουμε τα παγάκια, τα χύμα ποτά και προτιμούμε τα εμφιαλωμένα αναψυκτικά και το ζεστό (καυτό) the a la menthe (τσάι μέντας). Στις δέκα ημέρες παραμονής στο Μαρόκο ήπια όσα τσάγια μέντας δεν είχα πιει στη ζωή μου και από τότε δεν το ξανάβαλα στο στόμα μου. Η ανακάλυψη του ταξιδιού, όμως, ήταν ο καφές τους με γεύση εσπρέσο (café noire).
Η διαμονή μας στην Καζαμπλάνκα ήταν γρήγορη. Προτιμήθηκε σαν πρώτος σταθμός για να μπορέσουμε να φύγουμε γρήγορα-γρήγορα για τις άλλες πόλεις προορισμούς μας. Τα ψηλά τείχη γύρω από τα σουκς της Καζαμπλάνκα τρομάζουν, γιατί έχουν στόχο να κλείσουν και να κρύψουν μέσα τους την εγκληματικότητα.
Τη δεύτερη ημέρα, διασχίζουμε τα διακόσια περίπου χιλιόμετρα μέχρι το Μαρακές ανάμεσα σε απέραντες εκτάσεις σιτοβολώνα με κοπάδια. Στη διαδρομή δεν συναντούμε κανένα χωριό. Κάποιες φορές διακρίνονται στο βάθος του ορίζοντα μερικά σπίτια στο ίδιο χρώμα της γης. Περνάμε την πόλη Σεντάτ και φτάνουμε στο Μαρακές.
Η ωραία Σεχραζάντ άραγε σε ποια πόλη είχε μαγέψει τον πρίγκιπα με τα παραμύθια της? Στην Καζαμπλάνκα ή στο Μαρακές? Όταν είδα τα κόκκινα σπίτια του Μαρακές, αποφάσισα ότι η Σεχραζάντ ήταν παγιδευμένη στο ανάκτορο του Μαρακές ποτίζοντας τον πρίγκιπα τσάι μέντας. Νιώθουμε τη ζέστη της ενδοχώρας. Το ταξίδι, από καιρικές συνθήκες, αρχίζει και γίνεται λίγο πιο δύσκολο. Η Καζαμπλάνκα, στα δυτικά του Μαρόκου είχε περισσότερη δροσιά που ερχόταν από τον ωκεανό.
Το Μαρακές διαθέτει κι αυτό το δικό του εντυπωσιακό τζαμί, την Κουτουμπία. Κάθε πόλη και ιστορία, κάθε ιστορία και τζαμί. Η πλατεία των Θαυμάτων, όμως, Τζαμαλ Ελ Φνα, θα μαγέψει τον ανέμελο επισκέπτη. Ό,τι κι αν έχει διαβάσει, δεν θα είναι ποτέ προετοιμασμένος για τις εικόνες που θα αντικρίσει στην πλατεία. Ανοιχτή, καλόκαρδη, πολύβουη.
«Να σου πω την μοίρα σου?» «Θα πάρετε ένα μεζέ με βοδινή γλώσσα ή βοδινό μυαλό?». «Το πιθηκάκι θέλει να καθίσει στους ώμους σου». «Χρειάζεστε ξύρισμα, κύριε». «Να σας ξεδιψάσω με λίγα φραγκόσυκα ή με έναν φρεσκοστυμμένο χυμό?» «Αν πονάτε το δόντι, συμβουλευθείτε τον οδοντογιατρό. Να, κάθεται σε’κείνο το σκαμνάκι».
«Σουκράν» (Ευχαριστώ). Χρειάζεται να ξέρουμε μια δυο λέξεις στα αραβικά αλλά έπρεπε να ξέρουμε και το «Ευχαριστώ, να μου λείπει».
Στην πλατεία οι παραμυθάδες κλέβουν τις εντυπώσεις. Αυτοί έχουν τους περισσότερους ακροατές. Κάτω από μια σπασμένη ομπρέλα, δεκάδες άντρες μαζεύονται για να ακούσουν την ιστορία που τους διηγείται ο παραμυθάς. Μυστήριο καλύπτει το περιεχόμενο αυτών των ιστοριών για μας που δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα.
Στα σουκς του Μαρακές χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Μυρωδιές από μπαχαρικά ανακατεύονται με τα περιττώματα των ζώων. Εκατοντάδες μικρά μαγαζιά κολλημένα δίπλα στο άλλο, που διαθέτουν χώρο μόνο για την πραμάτεια και τον πωλητή. Για μεσημεριανό οι Μαροκινοί προτιμούν τα μαγειρευτά στο tajine, τη μαροκινή γάστρα με το ψηλό σκέπασμα. Για σνακ τρώνε φραγκόσυκα που βοηθούν στη λειτουργία του εντέρου. Τα φραγκόσυκα με γυρίζουν πίσω στην Κύπρο. Για να ξεκουράσουμε τα πόδια μας, προτιμήσαμε μια μοδάτη καφετέρια, με θαμώνες Μαροκινούς της ανώτερης τάξης.
Το βράδυ κάνοντας βόλτα με αμαξάκι είδαμε την πόλη με τα φώτα αναμμένα, την πλατεία Τζαμάλ Ελ Φνα φωτισμένη από τις λάμπες πετρελαίου των πλανόδιων πωλητών αλλά και γειτονιές φτωχικές και σκοτεινές.
Το παλάτι Μπαχία διακρίνεται για τις λιτές του αρχιτεκτονικές γραμμές και τα ψηφιδωτά του πατώματα. Κάπου εδώ, στον γυναικωνίτη, θα πέρασε κάποιες μέρες της η Σεχραζάντ.
Οι κήποι του Μαζορέλ είναι από τα must του Μαρακές. Ένας μικρός παράδεισος με πράσινο, λουλούδια, σιντριβάνια και πολλά αρχιτεκτονικά παιγνιδίσματα χρωμάτων. Οι κήποι είναι κατασκεύασμα του Ζακ Μαζορέλ, που πρωτο-επισκέφθηκε το Μαρόκο το 1919 μέχρι που εγκαταστάθηκε το 1924 στο Μαρακές. Αγόρασε γη, δημιούργησε ατελιέ και γέμισε τον χώρο με εκατοντάδες κάκτους, λουλούδια, φοίνικες, νούφαρα. Το λουλακί που χρησιμοποίησε έχει καταγραφεί πια ως το Μπλε του Majorelle. Ο χώρος είναι επισκέψιμος από το 1947. Το 1980, το σπίτι και οι κήποι αγοράστηκαν από τον Υβ Σεν Λωράν και, όταν πέθανε, η στάχτη του σκορπίστηκε στους κήπους.
Με την πρωινή βόλτα μαζέψαμε ζέστη και υγρασία. Το δέρμα έχει αρχίσει να απορροφά τις μυρωδιές των μπαχαρικών. Μια βουτιά στη μεγάλη πισίνα του πολυτελούς ξενοδοχείου μας Las Palmeras, μας αναζωογονεί, πριν την απογευματινή βόλτα στο Φοινικόδασος. Σαν να είμασταν γνήσιοι Άραβες, περνάμε το απόγευμά μας περπατώντας ανάμεσα στους φοίνικες λίγα χιλιόμετρα έξω από το Μαρακές. Παιδιά τρέχουν ανάμεσά μας και Αραπίνες κάθονται κουβεντιάζοντας. Οι τουρίστες προτιμούν βόλτα με ενοικιαζόμενες καμήλες. Σε ένα καφενεδάκι πίνουμε café noire. Το βράδυ μας περιμένει διασκέδαση και ξενύχτι.
Μαροκινοί χοροί, μαροκινά άλογα, μαροκινό φαγητό και Βερβέροι. Όλα άψογα οργανωμένα για τους τουρίστες. Εντυπωσιακοί οι «μπλε» Βεδουίνοι με τις μπλε στολές και το σχεδόν μπλε δέρμα.
Η απόσταση των 180 περίπου χιλιομέτρων που διανύουμε την επόμενη μέρα μέχρι την Εσσαουίρα είναι γεμάτη ξερά τοπία. Υποφέρουμε από τη ζέστη. Όταν φτάσεις όμως εκεί η αύρα της θάλασσας σε δροσίζει. Η πόλη είναι στολισμένη με μπλε και άσπρο όπως στα κυκλαδονήσια. Εδώ ακόμα και τα καΐκια είναι μπλε. Το καρνάγιο της είναι φημισμένο. Οι ψαράδες έχουν γυρίσει από το πρωινό ψάρεμα και ξεψαρίζουν. Σμήνη από γλάρους βουτούν στη θάλασσα να αρπάξουν κάποιο μεζέ χωρίς να φοβούνται ούτε τους ανθρώπους ούτε τις αναρίθμητες γάτες που περιμένουν κι αυτές κάτι να εισπράξουν από αυτό το φαγοπότι.
Το κάστρο της Εσσαουίρα έγινε γνωστό από την ταινία «Οθέλλος» με τον Όρσον Ουέλλες. Η αύρα πάνω στα τείχη του κάστρου μετατρέπεται σε αέρας και στα βράχια σκάνε δυνατά τα κύματα. Εικόνες ασπρόμαυρες με πρωταγωνιστή τον Οθέλλο να ταλανίζεται από τις τύψεις του για τη Δυσδαιμόνα πριν αυτοκτονήσει τελικά. Ο μανδύας του ανεμίζει στον δυνατό αέρα. Μαζί ανεμίζει και το δικό μας μπουφάν.
Μπαίνουμε στην παλιά Μεντίνα της Εσσαουίρα, δηλαδή στην παλιά πόλη. Άρα, έπρεπε να πω απλά Μεντίνα – το «παλιά» είναι πλεονασμός, γιατί κάθε Μεντίνα είναι μια παλιά περιτοιχισμένη πόλη, με ιστορικά μνημεία, παλάτια και στενά δρομάκια. Οι πάγκοι των πωλητών έχουν φτηνά λαχανικά και ψάρια. Αρκετά μαγαζάκια κρύβουν μικρά εργαστήρια ξυλουργίας. Πουλούν κότες. «Πρόσεχε, μην πατήσεις αυτή την άσπρη κότα».
Το μεσημέρι φάγαμε στο «Chez Sam», ένα ταβερνάκι πάνω στη θάλασσα με φρέσκο ψάρι. Πίνοντας το κρασί μας ξεκουράζουμε τα πόδια μας και κοιτώντας το μπλε της θάλασσας ξεκουράζουμε το γεμάτο από τις εικόνες μυαλό μας.
Ο Σιμούν είναι δυνατός θερμός αέρας της ερήμου. Πολλές φορές ξεκινά με μαύρα απειλητικά σύννεφα. Η άμμος σηκώνεται στην ατμόσφαιρα και απειλεί τα καραβάνια. Τα σύννεφα που βλέπαμε στον ορίζοντα γυρίζοντας από την Εσσαουίρα, δεν φανταστήκαμε ότι θα μας έριχναν σε έναν Σιμούν. Όσο πλησιάζαμε στο Μαρακές, η ατμόσφαιρα γινόταν κίτρινη και, όσο έπεφτε ο ήλιος, πορτοκαλιά. Η ορατότητα μειώνεται. Τα κόκκινα κτίρια του Μαρακές έγιναν πιο ταιριαστά με την ατμόσφαιρα. Το φαινόμενο γρήγορα θα κοπάσει και θα μας προσπεράσει.
Ακόμα έχουμε κουράγιο κι έτσι του «δίνουμε και καταλαβαίνει» το απόγευμα και το βράδυ. Το απόγευμα θα πιούμε ποτό στον κήπο του θρυλικού «La Mamounia». Το «La Mamounia» από παλάτι έχει μετατραπεί σε υπερπολυτελές ξενοδοχείο για πολύ λίγους. Πανάκριβο το ποτήρι κρασί, ο καφές και το τσάι, αλλά είναι μοναδική ευκαιρία να ευχαριστηθούμε ένα τέτοιο περιβάλλον. Το βράδυ θα ξενυχτήσουμε στο «Comptoir». Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω πολυτελές σκυλάδικο ή ελληνάδικο, αν ήταν στην Ελλάδα. Περιποιημένοι καναπέδες με αναπαυτικά μαξιλαράκια. Ναργιλέδες για τους θεριακλήδες Άραβες και ωραία κορίτσια να χορεύουν χορούς της κοιλιάς.
Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη με μεγάλη διαδρομή μέχρι τη Φεζ. Το τοπίο αλλάζει, πολύ πράσινο. Κινούμαστε πάντα στην ενδοχώρα με θέα την οροσειρά του Άτλαντα. Σε ένα χωριό συναντούμε κηδεία. Μόνο άντρες συνοδεύουν το νεκρό. Οι γυναίκες δεν συμμετέχουν στην κηδεία. Εκτός από…κηδείες, συναντούμε ελαιώνες, πορτοκαλεώνες και ποτάμια. Για να ξεκουραστούμε από τη διαδρομή, κάνουμε στάση στο δροσερό Ιφράν που είναι δημοφιλές χειμερινό θέρετρο. Μαζεύουμε όση δροσιά μπορούμε.
Η Φεζ δεν υπήρξε μόνο πρωτεύουσα και κέντρο εξουσίας στο Μαρόκο. Θεωρείται πόλη υψηλού πολιτισμού και έχει κηρυχθεί Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Θα αγοράσουμε χαμπέλ (κιλίμια)?
Η εικόνα της πόλης τρομάζει. Πλινθόκτιστα σπίτια, το ένα πάνω στο άλλο. Η ομοιομορφία στα χρώματα, μας δυσκολεύουν να βάλουμε διαχωριστικές γραμμές. Που αρχίζει το ένα? Που τελειώνει το άλλο? Τα στενά δρομάκια της Μεντίνα κρύβουν όμως κι άλλα πράγματα που θα μας τρομάξουν.
«Μπάλεκ, μπάλεκ», «Στην άκρη, στην άκρη». Αυτό θα μάθουμε στη Φεζ. Οι δρόμοι είναι πολύ στενοί στην παλιά πόλη. Λαοθάλασσες βρώμικων Αράβων στριμώχνονται και σε παρασύρουν. Πρέπει να προσέχουμε να μη μας παρασύρει το κύμα του κόσμου. Η προσπάθεια να μην ακουμπήσεις και να μην ακουμπηθείς είναι μάταιη.
«Μπάλεκ, μπάλεκ», σου φωνάζουν, κολλάς στον τοίχο, κολλάς όπου βρεις γιατί περνάνε μουλάρια φορτωμένα. Δεν χωράς εσύ, δεν χωρά το μουλάρι, δεν χωρά ο Άραβας, δεν χωρά και το φορτίο του μουλαριού. Δεν χωράμε.
«Μπάλεκ». Μην αφαιρείσαι. Πρόσεχε τα πράγματά σου. Πρόσεχε τη σωματική σου ακεραιότητα. Πρόσεχε που πατάς.
Μικρά παιδιά μας προσφέρουν κλαδάκια βασιλικού και δυόσμου. Δεν τα παίρνουμε. Γιατί δεν τα παίρνουμε? Δεν ξέρω. Γιατί μας τα προσφέρουν? Δεν ξέρω. Πρέπει να πληρώσουμε? Μάλλον. Άρα δεν τα ακουμπάμε. Ο ξεναγός μας προσφέρει κι αυτός βασιλικό. Μυστήριο. Όχι για πολύ. Έχουμε φτάσει στις φτωχότερες γειτονιές της Φεζ. Μια πολύ κακή μυρωδιά μπαίνει στα ρουθούνια μας. Όσο προχωράμε η μυρωδιά γίνεται πιο έντονη, ανυπόφορη. Ενστικτωδώς βάζουμε τον βασιλικό στη μύτη, για να ξεγελαστούμε. Βρισκόμαστε σε ένα υπερυψωμένο μπαλκόνι. Μυρωδιά και εικόνες αξέχαστες. Στις αυλές, ημίγυμνοι άντρες δουλεύουν μέσα σε τεράστιες γούρνες και ανακατεύουν χρώματα: κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πράσινο, πολλές γούρνες η μια δίπλα στην άλλη. Άλλοι στύβουν υφάσματα. Εδώ, στα βυρσοδεψεία, γίνεται η επεξεργασία των χρωμάτων για τα υφάσματα της Φεζ. Τα χρώματα κατασκευάζονται από τα υλικά της φύσης μαζί με κουτσουλιές πουλιών και άλλα περιττώματα. Έτσι εξηγείται και η μυρωδιά. «Πάμε να φύγουμε!» Όσο απίστευτες κι αν είναι αυτές οι εικόνες, η αντοχή μας εξαντλείται.
Πρώτη φορά παρατηρούμε τα μουσουλμανικά σπίτια. Οι ψηλές ομοιόμορφες μάντρες κρύβουν τα σπίτια για να μην προκαλούν τους γείτονες. Η ταπεινότητα που απαιτεί το Κοράνι. Επισκεπτόμαστε το βασιλικό Παλάτι Μπάχτα, το Παλάτι Dar el Makhzen, τη Mellah (Μίλα, δηλαδή την εβραϊκή συνοικία), τη Μεντρέσα (Θεολογική Κορανική Σχολή) Ελ Απαρίν, το τζαμί Καιραουιν. Μπαίνουμε σε ένα παλιό πανδοχείο που έχει μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο και θαυμάζουμε τα χαλιά. Δεν μπαίνουμε στον πειρασμό για τέτοια αγορά. Πώς θα διαλέξεις το χαλί? Πώς θα το πληρώσεις? Πού θα το παραλάβεις? Κι αν δεν το παραλάβεις ποτέ στην Αθήνα?
«Ξινόγαλα με κους κους για κολατσιό?» «Μπα!» Φυσικά οι μόνοι που δείχνουν να το ευχαριστιούνται είναι οι δύο Άραβες ξεναγοί μας.
Η μέρα συμπληρώθηκε με χαμάμ και μασάζ. Αμ πως! Μετά από τέτοιες περιπέτειες, το δικαιούμασταν. Το δειλινό, μια βόλτα στη μοντέρνα πόλη, μας έδειξε άλλες εικόνες, δηλαδή μιας πραγματικά μοντέρνας πόλης με δενδροφυτευμένες λεωφόρους.
Μέχρι τώρα γνωρίσαμε την Καζαμπλάνκα, το Μαρακές και τη Φεζ. Και οι τρεις αυτές πόλεις υπήρξαν κάποια στιγμή πρωτεύουσες και φιλοξένησαν τους εκάστοτε ηγεμόνες. Άλλη μια πόλη που γνώρισε δόξες είναι η Μεκνές, που επισκεφθήκαμε την επόμενη ημέρα. Παλάτι? Ναι, Τζαμί? Ναι. Παλιά πόλη? Ναι. Διαφέρει ως προς την κλειστή της αγορά και ως προς τα σμήνη από μύγες που στόλιζαν όλα τα τρόφιμα. Σοκ. Η φωτογραφική μηχανή γέμισε από τα χρωματιστά γλυκά στους πάγκους διακοσμημένα από τα ζωύφια.
Το Ραμπάτ, ο επόμενος προορισμός μας, είναι η τωρινή πρωτεύουσα του Μαρόκου. Μόνο εδώ νιώθουμε αύρα Ευρώπης. Καθαρή πόλη, συγυρισμένη. Έχει γίνει πια μεσημέρι. Στη μία το μεσημέρι, όλες οι δραστηριότητες σταματούν. Ο κάθε πιστός ξεδιπλώνει το χαλί του, το στρώνει στο δάπεδο, στρέφεται στη Μέκκα και με σεβασμό προσεύχεται, αγνοώντας την παρουσία μας. Βασιλικά ανάκτορα, το σκοτεινό μαυσωλείο του Μωχαμέτ Ε’, διάφορα κυβερνητικά κτίρια, τα τείχη της πόλης. Τζαμί? Η μνήμη δεν με βοηθά πια.
Το μεσημέρι, σε μια τρατορία δοκιμάζουμε αρνίσια σουβλάκια. Λάθος μέρα διαλέξαμε να φάμε το μεσημέρι, γιατί το βράδυ στην Καζαμπλάνκα μας περιμένει πατροπαράδοτο τραπέζι: παστίγια με πιτσούνι, κους κους, βερβέρικη παστίγια. Αυτό ήταν και το αποχαιρετιστήριο δείπνο μας. Το πρωί πετάμε πάλι για Αθήνα.
Παρα πολυ ωραια η περιγραφη σου Αννουλα.Ζωντανωτατη θα ελεγα !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήπραγματικά εξαιρετική περιγραφή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς το κρατήσουμε Βαρβάρα σαν μια όμορφη ανάμνηση και εμπειρία
ΑπάντησηΔιαγραφή