«Ένα κορίτσι αλλιώτικο
απ’ τα άλλα». Έτσι τη χαρακτήρισε ο καθηγητής των Μαθηματικών μέσα στην
ψηλοτάβανη τάξη του Λυκείου ένα χειμωνιάτικο πρωινό.
Η «Πετροβασίλη», η «Παπασταύρου»,
η «Γιαδικιάρογλου» και οι άλλες κακομαθημένες συμμαθήτριες της, γύρισαν και την
κοίταξαν με ματιές που δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν.
Εκείνη τη στιγμή, μια
χαρά φούντωσε μέσα της γιατί ο Μαθηματικός τους την είχε προσέξει και την
ξεχώριζε από τις άλλες. Αυτή ήταν η
πρώτη φορά που, χωρίς να το θέλει, είχε ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος. Αυτή, η άχρωμη και άοσμη στάθηκε με το μυαλό
της πάνω σε ένα βάθρο. Ευτυχώς ήταν
«καλό παιδί» κι έτσι τα μυαλά της δεν πήραν αέρα τότε. Ούτε όμως και μετά από πολλά χρόνια που είχε
στο ενεργητικό της αρκετά πράγματα να την κάνουν περήφανη. Συνέχισε να πατά πάντα στο έδαφος. Χαιρόταν τη μοναξιά της. Χαιρόταν τη λύπη
της. Χαιρόταν την ικανότητά της να κλείνει το μάτι στις δυσκολίες. Χαιρόταν ότι άντεχε τους δύσκολους ανθρώπους.
Χαιρόταν ότι μπορούσε να χαμογελά σε δύσκολες στιγμές. Χαιρόταν τη
διαφορετικότητά της.
Αρκετές φορές ξαναγυρνούσε
στη σχολική τάξη κι άκουγε και ξανάκουγε τον κ. Καθηγητή να λέει: «Ένα κορίτσι αλλιώτικο απ’ τα άλλα».
Αργότερα ήρθαν τα
γεράματα. Διερωτήθηκε τι πραγματικά εννοούσε
ο κ. Καθηγητής. Τι είχε δει που δεν
μπορούσε να δει εκείνη? Τώρα αυτός ο έπαινος ακουγόταν ως απειλή. Τελικά καμιά κοπέλα δεν θα ήθελε να είναι
«αλλιώτικη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου