ΣΥΜΗ

ΣΥΜΗ
Νοσταλγία για το καλοκαίρι

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ

Ήρεμη θάλασσα.  Το καταμαράν με την ελληνική σημαία κυλά απαλά στα γαληνεμένα νερά.  Οι 18 επιβάτες με τα σκυθρωπά βλέμματα κάθονται στο κατάστρωμα και συζητούν με χαμηλωμένες φωνές.  Θυμούνται αυτά που έχασαν και μιλούν γι’ αυτά που έρχονται.  Άφησαν πίσω τους τη Συρία να αιματοκυλιέται, έκαναν το σταυρό τους και δέχτηκαν να μπουν στην περιπέτεια του λαθρομετανάστη.  Ο σύνδεσμός τους από την Τουρκία, ένας μαυριδερός κοντοστούπης τους παρέδωσε σε έναν Έλληνα ψαρομάλλη.  Από το κατάστρωμα αυτού του περιποιημένου σκάφους, παρατηρούν τα μικρά και μεγάλα ιστιοπλοϊκά που αρμενίζουν κοντά τους.  Κι αυτοί μαζί με τους ανέμελους τουρίστες οργώνουν το Αιγαίο.

Ένα πλοίο που πλησιάζει μόνο διαγράφεται διαφορετικό μέσα στη νύχτα. Αν και έχει ανεβασμένη τουρκική σημαία όπως αρκετά άλλα, κατευθύνεται προς αυτούς με ταχύτητα.  Οι άντρες αρχίζουν να ανησυχούν.  Το γκρι χρώμα του σκάφους είναι απειλή.  Οι γυναίκες, η ξανθιά με την κοτσίδα και η μελαχροινή με τη μαύρη μαντίλα, δεν έχουν ακόμα καταλάβει την ανησυχία των αντρών.  Παρατηρούν, όμως, τον καπετάνιο.  Τα μάτια του προσπαθούν να κοιτούν μόνο μπροστά αλλά χωρίς να το θέλουν, γυρνούν συνέχεια προς τον κίνδυνο που πλησιάζει.  Η τούρκικη ακταιωρός έχει πλησιάσει πολύ πια.  Σε πολύ καθαρά αγγλικά οι Τούρκοι ένστολοι ειδοποιούν τον Έλληνα καπετάνιο να σταματήσει για έλεγχο.  Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.  Κάνει ένα γρήγορο νεύμα στο βοηθό του και πατά γκάζι.  Μοιραίο λάθος?  Αδιέξοδο?  Διέξοδος?  Οι Τούρκοι ρίχνουν προειδοποιητικά πυρά.

Οι Σύριοι έχουν ξαπλώσει στο κατάστρωμα τρομαγμένοι.  Μέχρι τώρα είχαν πεινάσει και είχαν διψάσει μέχρι να φτάσουν στα παράλια, αλλά πίστευαν ότι είχαν γλυτώσει τα βόλια.  Ο ένας άντρας με τη μπεζ βερμούδα αγκαλιάζει το μοναδικό παιδί, ένα αγόρι 10-11 χρόνων, με μοντέρνα αθλητικά παπούτσια, απ’ αυτά που αρέσουν στα παιδιά.

Δεν καταλαβαίνουν Ελληνικά αλλά καταλαβαίνουν ότι ο Έλληνας βλαστημά.  Είναι θυμωμένος αλλά και φοβισμένος ταυτόχρονα.  Ο Σύριος με το μαύρο παντελόνι ανασηκώνει με προσοχή το μελαψό κεφάλι του, για να δει που βρίσκεται το τουρκικό πλοίο.  Το βλέπει να βρίσκεται σταματημένο αρκετά μέτρα πιο μακριά.  Οι χτύποι της καρδιάς του ηρεμούν λίγο.  Λέει στους υπόλοιπους ότι μάλλον οι Τούρκοι δεν μπορούν να προχωρήσουν άλλο.  Άραγε ξέφυγαν?

Το θυμωμένο κοπάνημα του χεριού του Έλληνα στο τιμόνι του σκάφους μιλά από μόνο του.  Προδοσία και παράδοση.  Ο Τούρκος συνεργός του τον έχει καταδώσει.  Ανατολικά φαίνεται να έχει μείνει μακριά το τουρκικό σκάφος.  Έχουν μπει πια στα ελληνικά χωρικά ύδατα.  Δυτικά φαίνονται οι ελληνικές ακτές, η Σύμη, όπως τους είχαν πει οι δουλέμποροι πριν το ταξίδι.  Φάνηκε, όμως, και το ελληνικό λιμενικό.  Έχει πέσει σύρμα.  Τους την είχαν στημένη.  Οι Σύριοι περιμένουν να τους πει κάτι ο Έλληνας.  Αυτός ξανακοπανά το τιμόνι και σιωπά.  Το ελληνικό σκάφος του Λιμενικού με ελιγμούς και οδηγίες τους αναγκάζει να φτάσουν σε έναν ήσυχο κόλπο.


Τα κεφάλια των λαθρομεταναστών σηκώνονται αργά.  Ένα μοναστήρι μοναχικό και υπερήφανο δεσπόζει στο κέντρο του κόλπου.  Αργότερα, στις ατέλειωτες ώρες αναμονής στη βεράντα του αστυνομικού τμήματος της Σύμης, θα μάθουν ότι το μοναστήρι είναι ο Πανορμίτης.  Ο Αρχάγγελος δεν ήταν προστάτης τους σε αυτό το ταξίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου